(Ἑβρ. ια΄ 9-10, 32-40)

Ἀδελφοί, πίστει παρῴκησεν Ἀβραὰμ εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας ὡς ἀλλοτρίαν, ἐν σκηναῖς κατοικήσας μετὰ ᾿Ισαὰκ καὶ ᾿Ιακὼβ τῶν συγκληρονόμων τῆς ἐπαγγελίας τῆς αὐτῆς· ἐξεδέχετο γὰρ τὴν τοὺς θεμελίους ἔχουσαν πόλιν, ἧς τεχνίτης καὶ δημιουργὸς ὁ Θεός. Καὶ τί ἔτι λέγω; Ἐπιλείψει γάρ με διηγούμενον ὁ χρόνος περὶ Γεδεών, Βαράκ τε καὶ Σαμψὼν καὶ ᾿Ιεφθάε, Δαυΐδ τε καὶ Σαμουὴλ καὶ τῶν προφητῶν, οἳ διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας, εἰργάσαντο δικαιοσύνην, ἐπέτυχον ἐπαγγελιῶν, ἔφραξαν στόματα λεόντων, ἔσβεσαν δύναμιν πυρός, ἔφυγον στόματα μαχαίρας, ἐνεδυναμώθησαν ἀπὸ ἀσθενείας, ἐγενήθησαν ἰσχυροὶ ἐν πολέμῳ, παρεμβολὰς ἔκλιναν ἀλλοτρίων· ἔλαβον γυναῖκες ἐξ ἀναστάσεως τοὺς νεκροὺς αὐτῶν· ἄλλοι δὲ ἐτυμπανίσθησαν, οὐ προσδεξάμενοι τὴν ἀπολύτρωσιν, ἵνα κρείττονος ἀναστάσεως τύχωσιν· ἕτεροι δὲ ἐμπαιγμῶν καὶ μαστίγων πεῖραν ἔλαβον, ἔτι δὲ δεσμῶν καὶ φυλακῆς· ἐλιθάσθησαν, ἐπρίσθησαν, ἐπειράσθησαν, ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον, περιῆλθον ἐν μηλωταῖς, ἐν αἰγείοις δέρμασιν, ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος, ἐν ἐρημίαις πλανώμενοι καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς. Καὶ οὗτοι πάντες μαρτυρηθέντες διὰ τῆς πίστεως οὐκ ἐκομίσαντο τὴν ἐπαγγελίαν, τοῦ Θεοῦ περὶ ἡμῶν κρεῖττόν τι προβλεψαμένου, ἵνα μὴ χωρὶς ἡμῶν τελειωθῶσι.

Ερμηνεία

Pro tis XristouΣτους πιστούς στον Θεό πριν από τη σάρκωση του Θείου Λόγου, στους Αγίους της Παλαιάς Διαθήκης, αναφέρεται ο Απόστολος Παύλος στη σημερινή αποστολική περικοπή. Σ’ εκείνους, οι οποίοι «ἐμαρτυρήθησαν διὰ τῆς πίστεως», διακρίθηκαν, έλαβαν καλή μαρτυρία, με την πίστη τους. Τους συνδέει δε με τους πιστούς, τους Αγίους, της Καινής Διαθήκης. Το ενωτικό στοιχείο ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο ομάδες είναι η «επαγγελία», η σάρκωση δηλαδή τοϋ Θείου Λόγου με όλα τα σωτήρια επακόλουθά της. Ο Χριστός είναι
Το κέντρο της ενότητος
Παλαιάς και Καινής Διαθήκης. Αυτό θα το καταλάβουμε, αν λάβουμε υπόψη την πορεία του ανθρωπίνου γένους μετά την πτώση. Η μεταπτωτική ανθρώπινη κοινωνία διχάσθηκε σε δύο τεράστια ανθρώπινα ποτάμια. Το ένα πήρε τον δρόμο της αθεΐας, της χωρίς τον αληθινό Θεό ζωής. Το άλλο, διασώζοντας τη μνήμη της θεοκοινωνίας, έζησε με το «πρωτευαγγέλιο» (Γεν. γ' 15), την υπόσχεση δηλαδή του Θεού για την εν Χριστώ σωτηρία, μέσα στη συνείδησή του. Ο Χριστός ήταν η μεγάλη «προσδοκία» του (Γεν. μθ' 10). Η Εκκλησία, ως σύναξη των πιστών στον Χριστό, υπάρχει και προ Χριστού στον κόσμο, τόσο ανάμεσα στους εθνικούς, που ζούσαν χριστοκεντρικά με βάση τον άγραφο φυσικό νόμο (συνείδηση), όσο και ανάμεσα στους Ιουδαίους, που έλαβαν τον γραπτό νόμο της Παλαιάς Διαθήκης. Ο άγιος Ειρηναίος μιλεί χαρακτηριστικά για «δύο συναγωγές», εκείνη των Ιουδαίων και εκείνη των Εθνικών. Η εκλογή των Ισραηλιτών από τον Θεό δεν σήμαινε καμιά εθνικιστική έξαρση ή διάκριση του Θεού απέναντι στο εβραϊκό στοιχείο, αλλά την επιφόρτιση των απογόνων («σπέρματος») του Αβραάμ να ετοιμάσουν και την υπόλοιπη ανθρωπότητα για την υποδοχή της μεγάλης «επαγγελίας» του Θεού, δηλαδή του Μεσσία και Λυτρωτή Ιησού Χριστού. Στο πρόσωπο του Πατριάρχου Αβραάμ ευλογήθηκαν «ὅλαι αἱ φυλαὶ τῆς γῆς» (Γεν. ιβ' 3). Όλοι οι πιστοί, ισραηλίτες και εθνικοί, που έμειναν λαός του Θεού, πιστοί δηλαδή στις επαγγελίες Του. Η πίστη τους αυτή, που την εγκωμιάζει σήμερα ο Παύλος, τους συνέδεσε με τους πιστούς της Καινής Διαθήκης. Στον Χριστό συναντώνται όλοι, με την πίστη τους σ’ Αυτόν, την αποδοχή Του δηλαδή ως Θεού και Σωτήρα. Και των μεν πρώτων η πίστη ανεφέρετο στον μέλλοντα να σαρκωθεί Χριστό, των άλλων δε αναφέρεται στον ήδη «σαρκωθέντα» και «πάλιν ερχόμενον». Κατά τον ιερό Χρυσόστομο, «ὅσοι εὐαρέστησαν τὸν Θεό, πρὶν να ἔλθει ὁ Χριστὸς», ανήκαν στο ένα σώμα, την Εκκλησία Του, γιατί «κάκεῖνοι τὸν Χριστὸν ᾔδεσαν», αναγνώρισαν, δηλαδή, και εκείνοι τον Χριστό και Τον δέχθηκαν ως λυτρωτή τους.
Η διαφορά
Οι Άγιοι της Παλαιάς Διαθήκης εμαρτύρησαν (φανέρωσαν την πίστη τους) με τον αγώνα, τη θυσία και τα θαύματά τους, γιατί έζησαν και αυτοί «μετά Λόγου», όπως θα πει ο άγιος μάρτυς Ιουστίνος. Ο Θεός δεν έμεινε αμάρτυρος και σ’ αυτούς. Ο Λόγος του Θεού, ο Χριστός, εμφανιζόταν και απεκάλυπτε, «άσαρκος» ακόμη, στους Πατριάρχες και Προφήτες. Αυτός ήταν ο «Άγγελος του Θεού», που απεκάλυπτε τον αόρατο Θεό στους Αγίους της Παλαιάς Διαθήκης. Οι Προφήτες, καθαρμένοι με τον πνευματικό τους αγώνα και φωτισμένοι από τη χάρη του Θεού, έβλεπαν μέσα στην άκτιστη δόξα του Θεού τον άκτιστο Θείο Λόγο (Βλ. λ.χ. Ησ. στ' 1 εξ.) και οδηγούντο στην Αλήθεια. Οι Άγιοι της προχριστιανικής εποχής ζούσαν και αυτοί εμπειρίες θεώσεως, γιατί μετείχαν στον Σταυρό του Χριστού, στον πνευματικό δηλαδή αγώνα για κάθαρση και φωτισμό από το Άγιο Πνεύμα. Θα περιορισθούμε στην υπενθύμιση δύο σημαντικών αναφορών στο θέμα αυτό. Πρώτα της τόσο γνωστής φράσεως του Ψαλμού της μετανοίας (Ν'): «καρδίαν καθαρὰν κτίσον ἐν ἑμοί, ὁ Θεός, καὶ Πνεῦμα εὐθὲς ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου», που δείχνει τον αγώνα για κάθαρση της καρδιάς και αγιοπνευματικό φωτισμό, και δεύτερο του λόγου του Αποστόλου Πέτρου: «...ὑπὸ Πνεύματος Ἁγίου φερόμενοι ἐλάλησαν ἅγιοι Θεοῦ ἄνθρωποι» (Β' Πέτρ. ζ' 21), που αναφέρεται στον φωτισμό των παλαιοδιαθηκικών Προφητών.
Υπάρχει όμως και μια διαφορά ανάμεσα στους Αγίους εκείνους και στους Αγίους της Καινής Διαθήκης, που την υπογραμμίζει ο Παύλος: Όλοι εκείνοι δεν έζησαν την πραγματοποίηση της μεγάλης του Θεού επαγγελίας. Δεν έλαβαν την τελειότητα και μονιμότητα της σωτηρίας. Δεν πρόλαβαν στη ζωή τους την ενανθρώπηση, τη σάρκωση, του Θείου Λόγου. Γιατί; Για να μη «τελειωθούν χωρίς εμάς», απαντά ο Παύλος. Για να λάβουμε και μεις μαζί τους τη σωτηρία. «Ἡμᾶς οὖν ἐτίμησεν, ὑπὲρ ἡμῶν τὴν ἀναβολὴν ταύτην οἰκονομήσας», παρατηρεί ο Ευθ. Ζιγαβηνός. Φανέρωσε ο Θεός την αγάπη Του για μας με την ενέργειά Του αυτή. «Δεν άδικησε εκείνους -ερμηνεύει ο ιερός Χρυσόστομος-, αλλά ετίμησε εμάς. Διότι και εκείνοι τους αδελφούς τους περιμένουν. Αφού όλοι είμαστε ένα σώμα, μεγαλύτερη χαρά νοιώθει το σώμα, όταν στεφανωθούμε όλοι μαζί και όχι χωριστά... Γιατί είναι μεγάλη ευχαρίστηση να μετάσχουμε όλοι μαζί στη δόξα του Θεού». Με τη σάρκωση του Χριστού μας και όλο το λυτρωτικό Του έργο οδηγούμεθα όλοι οι πιστοί στην Πεντηκοστή, στην έλευση του Αγίου Πνεύματος, για να κατοικεί μέσα στους καθαρμένους πιστούς και να τους κρατά αιώνια στο σώμα του Χριστού, ενωμένους με τον Χριστό και μεταξύ τους στην ίδια άκτιστη Χάρη, στην Αγάπη του Τριαδικού Θεού, στη μία σωτηρία.
Συνεχής πρόσκληση
Κάθε χρόνο, που μας αξιώνει ο Θεός να ακούμε την Κυριακή πριν από τα Χριστούγεννα τη σημερινή περικοπή, ξαναδεχόμαστε την ίδια πάντα πρόσκληση: Να αποδεχθούμε και μεις τον Χριστό, όπως οι Άγιοι Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, για να μετάσχουμε και μεις στο «δείπνο της βασιλείας», στους «γάμους του Αρνίου». Γιατί είναι γεγονός, ότι δεν μπορεί να δεχθεί κανείς τη σωτηρία, που ο Χριστός προσφέρει, μαγικά και αυτόματα, αλλά με αγώνα {«ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται, καὶ οἱ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτὴν», Ματθ. ια' 12), για να νικηθεί η επαναστατημένη θέλησή μας και να δεχθεί τη θεραπεία, που της προσφέρει «ὁ ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων ἡμῶν», ο Χριστός. Για τη συμμετοχή μας στην σωτηρία, που έφερε στον κόσμο ο Λυτρωτής Χριστός, υπάρχει μια θεμελιακή προϋπόθεση, την οποία μας φανερώνει ο Απόστολος Παύλος: «Ταύτας οὖν ἔχοντες τὰς ἐπαγγελίας, ἀδελφοί, καθαρίσωμεν ἑαυτοὺς ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος, ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ» (Β' Κορ. ζ' 1). Μέσα στα θεόπνευστα αυτά λόγια του βρίσκεται συμπυκνωμένος όλος ο χριστιανικός αγώνας, που οδηγεί στη σωτηρία: κάθαρση ψυχής και σώματος από τα πάθη, ζωή και πολιτεία αγιότητος, και θείος φόβος, που μετουσιώνεται βαθμιαία σε θεία αγάπη.

Πρωτ. Γ. Μεταλληνού, Κηρύγματα στα Αποστολικά Αναγνώσματα