(Τίτ. γ' 8-15)

Τέκνον Τίτε, πιστὸς ὁ λόγος· καὶ περὶ τούτων βούλομαί σε διαβεβαιοῦσθαι, ἵνα φροντίζωσι καλῶν ἔργων προΐστασθαι οἱ πεπιστευκότες τῷ Θεῷ. Ταῦτά ἐστι τὰ καλὰ καὶ ὠφέλιμα τοῖς ἀνθρώποις· μωρὰς δὲ ζητήσεις καὶ γενεαλογίας καὶ ἔρεις καὶ μάχας νομικὰς περιΐστασο· εἰσὶ γὰρ ἀνωφελεῖς καὶ μάταιοι. Αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδὼς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καὶ ἁμαρτάνει ὢν αὐτοκατάκριτος. ῞Οταν πέμψω Ἀρτεμᾶν πρός σε ἢ Τυχικόν, σπούδασον ἐλθεῖν πρός με εἰς Νικόπολιν· ἐκεῖ γὰρ κέκρικα παραχειμάσαι. Ζηνᾶν τὸν νομικὸν καὶ Ἀπολλὼ σπουδαίως πρόπεμψον, ἵνα μηδὲν αὐτοῖς λείπῃ. Μανθανέτωσαν δὲ καὶ οἱ ἡμέτεροι καλῶν ἔργων προΐστασθαι εἰς τὰς ἀναγκαίας χρείας, ἵνα μὴ ὦσιν ἄκαρποι. Ἀσπάζονταί σε οἱ μετ᾿ ἐμοῦ πάντες. Ἄσπασαι τοὺς φιλοῦντας ἡμᾶς ἐν πίστει. Ἡ χάρις μετὰ πάντων ὑμῶν· ἀμήν.

Ερμηνεία

Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό, ότι δύο φορές μέσα στους λίγους στίχους της σημερινής αποστολικής περικοπής ο Απ. Παύλος κάνει λόγο για την ανάγκη να κοσμείται η ζωή των πιστών με «καλά έργα». Είναι, πράγματι, μεγάλη πρόκληση ο αποστολικός λόγος στην «ευσεβιστική» νοοτροπία, που από τον προπερασμένο αιώνα νοθεύει την πρακτική ορθοδοξία μας. Εισηγείται ο Παύλος κάποιο είδος «εργοσωτηρίας»; Αυτός, που με τόσο ιερό πάθος αντιτάσσει στις Επιστολές του την Χάρη στα έργα του Νόμου, μήπως θέλει εδώ να δώσει κάποιο απόλυτο χαρακτήρα στα έργα; Όχι, φυσικά! Ο Απόστολος έχει συγκεκριμένη αφορμή, για να υπογραμμίσει με τόση έμφαση την αξία των «καλών έργων». Τα λόγια του έχουν διπλό σκοπό: Εσωτερικά, να προσδιορίσουν τον χαρακτήρα της χριστιανικής ζωής εξωτερικά, να απαντήσουν στους αιρετικούς της εποχής του.
z oik. sinodosΠίστη καρποφόρος
Ο Απ. Παύλος θέλει να εκφράσει εδώ μια πραγματικότητα, την ολοκλήρωση της πίστεως με τα έργα της αγάπης. Ο Χριστιανισμός, η ζωή μέσα στο Κυριακό Σώμα, την Εκκλησία, είναι ζωής κοινωνίας, με τον Θεό και τους συνανθρώπους, τους αδελφούς μας. Η ευσέβειά μας, λοιπόν, έχει διπλή αναφορά. Είναι πίστη, πιστότητα, στον Θεό, αλλά και «πολιτεία» - ζωή, σύμφωνα με το θέλημά Του, απέναντι στους συνανθρώπους μας. Μέσα στα «καλά» έργα, για τα οποία μιλεί ο Απόστολος, δεν περιέχεται μόνο ο πνευματικός μας αγώνας, τα έργα της μετανοίας μας, αλλά και τα έργα της αγάπης μας. «Πίστις δι' ἀγάπης ἐνεργουμένη» -κατά τον λόγο του ίδιου του Παύλου (Γαλ. ε' 6)- είναι η «ευσέβειά» μας. Αυτόν τον καθολικό χαρακτήρα έχει ο τρόπος της ζωής, στον οποίο εισερχόμεθα με το βάπτισμά μας και την ένταξή μας στην εν Χριστώ κοινωνία. Η πίστη μας, έτσι, ορίζεται ηθικά - κοινωνικά. Η αληθινή πίστη έχει έναν δυναμισμό. Δεν μπορεί να μείνει ανέκφραστη και στείρα. Καρποφορεί έργα, καλά και ευάρεστα στον Θεό. Ο αληθινός χριστιανός «ἐπαγγέλλεται τὴν θεοσέβειαν, δι’ ἔργων ἀγαθῶν» (Α' Τιμ. β' 10). Δεν μπορεί να μείνει «άκαρπος». Ο λαός Θεού δεν μπορεί παρά να είναι «ζηλωτής καλῶν ἔργων» (Τιτ. β' 14). Ξεχωριστή σημασία έχει και το ρήμα, που χρησιμοποιεί ο Παύλος, σε σχέση με τα «καλά έργα». «Προΐστασθαι» - λέγει. Όχι απλώς καρπογονούν «καλά έργα» οι πιστοί, αλλά και πρωτοστατούν στην αγαθοεργία. Τα επιζητούν και δημιουργούν οι ίδιοι ευκαιρίες αγαθοεργίας, χωρίς να «ἀναμένωσι τοὺς δεομένους πρὸς αὐτοὺς ἐλθεῖν», κατά τον μεγάλο ερμηνευτή της Εκκλησίας μας Θεοφύλακτο Βουλγαρίας.
Η αιρετική πίστη
Υπάρχει όμως ένας μεγάλος κίνδυνος, που απειλεί την πίστη μας να μεταβληθεί σε στείρα ευσεβολογία και να καταστεί άκαρπη. Τούτο συμβαίνει, όταν η πίστη φύγει από την καρδιά μας και περιορισθεί στη διάνοια, το μυαλό μας. Τότε δεν είναι πια πίστη, που ζωογονείται από τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος, αλλά καταντά ένα διανοητικό - φιλοσοφικό παιχνίδι, που εξαντλείται σε «μωράς συζητήσεις και γενεαλογίας και μάχας νομικάς». Πνίγεται δηλαδή μέσα στην ματαιότητα της ματαιολογίας. Αυτή ακριβώς η «πίστη», αυστηρά διανοητική και νοησιαρχική, ήταν η πίστη των αιρετικών, τους οποίους έχει υπόψη εδώ ο Απόστολος. Οι αιρετικοί -θα πει αλλού- «Θεὸν ὁμολογοῦσιν εἰδέναι, τοῖς δὲ ἔργοις ἀρνοῦνται, βδελυκτοὶ ὄντες καὶ ἀπειθεῖς καὶ πρὸς πᾶν ἔργον ἀγαθὸν ἀδόκιμοι» (Τιτ. α 16). Λένε με τα λόγια πως πιστεύουν στον Θεό, αλλά με τα έργα τους Τον αρνούνται. Είναι άνθρωποι βρώμικοι, ανυπάκουοι και ανίκανοι για κάθε καλό έργο. Είναι θεωρητικά ευσεβείς (έχουν «μόρφωσιν ευσεβείας»), αλλά στην πράξη αρνούνται τη δύναμη της ευσεβείας (Β' Τιμ. δ' 5).
Η ορθόδοξη όμως πίστη φυτρώνει μέσα στη φωτισμένη από το Άγιο Πνεύμα καρδιά, και, όταν είναι στην καρδιά, εύκολα φτάνει και στα χέρια. Γιατί η καρδιά κινεί τα χέρια στα έργα της αγάπης! Αυτή την αστοχία και ελαττωματικότητα της αιρέσεως στον χώρο της κοινωνίας θα υπογραμμίσει, λίγα χρόνια μετά τον Απ. Παύλο, και ο Αγ. Ιγνάτιος Αντιοχείας (Σμυρν. στ' 2), γράφοντας για τους αιρετικούς της εποχής του: «...περὶ ἀγάπης οὐ μέλει αὐτοῖς, οὐ περὶ χήρας, οὐ περὶ ὀρφανοῦ, οὐ περὶ θλιβομένου, οὐ δεδεμένου ἥ λελυμένου, ἥ περὶ πεινῶντος ἥ διψῶντος». Έτσι εξηγείται και ο αγώνας των αγίων Πατέρων μας, όπως εκείνων της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου (787), που τιμάμε σήμερα: να διασωθεί ο αυθεντικός καθολικός τρόπος υπάρξεως της Ορθοδοξίας, που εκφράζεται ως «μένειν ἐν τῇ ἀλήθεια» (Ιω. ιε' 4) και «περιπατεῖν ἐν καινότητι ζωῆς» (Ρωμ. στ' 4), ως ενότητα δηλαδή πίστεως (ζωής εν Χριστώ) και αγάπης (ζωής, κοινωνίας και αδελφοσύνης).
Έργα άπατης
Εδώ όμως θα μπορούσε κάλλιστα να εγερθεί μια ένσταση: Οι διάφοροι σύγχρονοι αιρετικοί, που μας τους έστειλε η Δύση, για να κυκλοφορούν τους τελευταίους αιώνες ανάμεσά μας, δείχνουν έναν ιδιαίτερο ζήλο στην επιτέλεση έργων. Τη δράση τους την παρουσιάζουν έντονα ως «φιλανθρωπική» και με τη «φιλανθρωπία» τους παρασύρουν τους αθεμελίωτους στην παράδοση των Πατέρων μας αδελφούς μας. Θα μπορούσαν να θεμελιώσουν λοιπόν οι αιρετικοί αυτοί τη δράση τους στα λόγια του Παύλου; Η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι σαφώς αρνητική. Τα έργα τους δεν είναι καρπός της ευσεβείας τους, αλλά του ευσεβισμού τους! Η ευσέβεια είναι αυθεντική πίστη και αναβλύζει έργα αγάπης τόσο φυσικά, όπως από τα κλαδιά του δένδρου ξεπηδούν τα άνθη και οι καρποί. Ο ευσεβισμός είναι νόθος ευσέβεια και παράγει έργα σκοπιμότητας, είτε αναφέρονται στον Θεό, είτε έχουν σχέση με τον συνάνθρωπο (πραγμάτωση συμβατικών επιδιώξεων, όπως είναι λ.χ. ο προσηλυτισμός). Δεν μπορεί να έχουν, λοιπόν, σχέση αυτά τα έργα με τα «καλά έργα», για τα οποία μας μίλησε σήμερα ο Παύλος. Τα έργα μας είναι το κριτήριο της πνευματικότητός μας και της γνησιότητος της πίστεώς μας: Όταν συνοδεύονται από ταπείνωση και γίνονται μέσα στη σιωπή και στην ανωνυμία της αγάπης, είναι καρπός του Αγίου Πνεύματος, που «βασιλεύει», μέσα μας. Όταν αντίθετα αποβλέπουν σε διευθέτηση σκοπιμοτήτων, στερούνται της σφραγίδος του Πνεύματος και φανερώνουν τη σκοτεινότητα και ακαταστασία της καρδιάς μας.

Πρωτ. Γ. Μεταλληνού, Κηρύγματα στα Αποστολικά Αναγνώσματα