(Ιωα. γ΄ 13-17)

Εἶπεν ὁ Κύριος· Οὐδεὶς ἀναβέβηκεν εἰς τὸν οὐρανὸν εἰ μὴ ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ καθὼς Μωϋσῆς ὕψωσεν τὸν ὄφιν ἐν τῇ ἐρήμῳ, οὕτως ὑψωθῆναι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων ἐν αὐτῷ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον. Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ΄ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον. Οὐ γὰρ ἀπέστειλεν ὁ θεὸς τὸν υἱὸν εἰς τὸν κόσμον ἵνα κρίνῃ τὸν κόσμον, ἀλλ΄ ἵνα σωθῇ ὁ κόσμος δι΄ αὐτοῦ.

Ερμηνεία

Ποιο μήνυμα εξαγγέλλει το σημερινό Ευαγγέλιο της Κυριακής πριν από την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού; Ότι αυτό που ο άνθρωπος δεν κατόρθωσε να πραγματοποιήσει με τα επιτεύγματά του, που προβάλλει με καύχηση, το πραγματοποίησε ο Σταυρός του Χριστού. Και ποιο είναι αυτό; Η νέκρωση του θανάτου. «Ὁ θάνατος τεθανάτωται». Νικήθηκε ο διάβολος, που κυριαρχούσε στην Οικουμένη. Το όπλο, με το οποίο επέφερε τον θάνατο σε όλους, ήταν η αμαρτία. Η καθ' αυτό αμαρτία του ανθρώπου είναι η διακοπή της σχέσης του με τον Θεό, η περιφρόνηση του θελήματός Του, που είναι ζωή και αγιασμός και η άρνηση της κοινωνίας του στον τρόπο της θείας ζωής ως αγάπης. Αρνήθηκε τη Χάρη που του δόθηκε ως δώρο, για να ζει «κατά Θεόν». Η απουσία αυτή του Θεού από τον άνθρωπο είναι θάνατος. Και επειδή «πάντες ἥμαρτον» (Ρωμ. 3, 23) κανένας δεν έμενε ελεύθερος θανάτου.
timios stavrosΟ Κύριός μας όμως και μέχρι σταυρού έφθασε, αλλά δεν έκανε την αμαρτία, τον φορέα του θανάτου. Μέσα στη σάρκα Του, δηλαδή στην ανθρώπινη φύση, «κατέκρινε τήν ἁμαρτίαν» (Ρωμ. 8, 3). Νίκησε κάθε αμαρτία, παρά τις τόσες προκλήσεις από τα όργανα του διαβόλου, κυρίως κατά τη διάρκεια των φρικτών παθών Του. Νικώντας την αμαρτία νίκησε τον θάνατο και ανέστησε την πεσμένη στον θάνατο ανθρώπινη φύση αναμάρτητη, τιμημένη, δοξασμένη, θεωμένη, γιατί έμεινε πιστή στην υπακοή του Θεού Πατέρα, ακόμη και όταν το θέλημά Του ήταν να υποστεί τον πιο επώδυνο και επονείδιστο θάνατο. Γι’ αυτό λέμε ότι η κατάργηση του θανάτου για τον άνθρωπο είναι επίτευγμα του σταυρού, χάρη στην αναμαρτησία του Εσταυρωμένου. Με την κατάργηση του θανάτου χαρίσθηκε στον άνθρωπο η ζωή, που δεν τη διαδέχεται θάνατος, που αποτελεί τον βαθύτερο πόθο όλων των ανθρώπων.
Η πραγματοποίηση του πόθου αυτού ήταν αδύνατη, γιατί ο άνθρωπος ήταν αιώνια αιχμάλωτος του θανάτου. «Ταλαίπωρος ἐγώ ἄνθρωπος! τίς μέ ρύσεται (= ποιος θα με λυτρώσει) ἐκ τοῦ σώματος τοῦ θανάτου τούτου»; Τα λόγια αυτά του θείου Παύλου (Ρωμ. 7, 24) εκφράζουν την απεγνωσμένη κραυγή του γένους των ανθρώπων, που ήταν αιχμάλωτο στο άδυτο σκοτάδι του θανάτου.
Επειδή η λύτρωση ήταν αδύνατη από τον άνθρωπο, την ανέλαβε ο Θεός, που έγινε άνθρωπος και σήκωσε πάνω Του τον θάνατό μας, τον άδη μας, τις αμαρτίες μας. Τις δέχθηκε πάνω Του, τις κατέκρινε, τις νέκρωσε και τις μεταποίησε σε αγάπη στον Θεό, δηλαδή σε ζωή αιώνιο.
Το απερινόητο αυτό μυστήριο και «ἀγγέλοις καὶ ἀνθρώποις», της δια σταυρού σωτηρίας, το φανέρωσε ο Θεός στην ιστορία του Ισραηλίτικου Λαού με τρόπο αισθητό, πολλούς αιώνες πριν έλθει ο Κύριος στον κόσμο. Έτσι λέγει το σημερινό Ευαγγέλιο.
1. Ο Ισραήλ, προτύπωση της Εκκλησίας
Το σημερινό ευαγγέλιο, που κάνει αναφορά στην ιστορία του Ισραήλ, είναι μέρος από τη συνομιλία, που είχε ο Χριστός με έναν Φαρισαίο, τον Νικόδημο, μαθητή του Χριστού, αλλά κρυμμένο, για τον φόβο των Ιουδαίων.
Ο Νικόδημος ζούσε «κατά σάρκα», δηλαδή καθαρά ανθρώπινα. Αγνοούσε την πνευματική ζωή της Χάριτος, τη σχέση με τον Θεό, γιατί αγνοούσε το μυστήριο της θείας Ενανθρωπήσεως από το οποίο προήλθε η «καινή» ζωή, η «ἐν Χριστῷ». Τον Χριστό τον θεωρούσε απλό δάσκαλο, απεσταλμένο του Θεού, όπως ήταν και οι Προφήτες, όχι όμως Θεάνθρωπο. Ο Χριστός ως Θεάνθρωπος είναι «ἐν τῷ ούρανῷ» με δόξα, Θεός αληθινός, ίσος με τον Πατέρα, αλλ' είναι και «ἐν τῇ γῇ» με ταπεινότητα, «ἐν δούλου μορφῇ». Ως άνθρωπος «λυπεῖται καί ἀδημονεῖ» (Ματθ. 26, 37).
Το μόνο που γνώριζε ο Νικόδημος ήταν η Παλαιά Διαθήκη. Ο Χριστός για να τον εισαγάγει στο μυστήριο της Ενανθρωπήσεώς Του, ξεκινά από την ιστορία του Ισραηλιτικού Λαού. Η ιστορία του Λαού αυτού και η σχέση του με τον Θεό χαρακτηρίζεται από δύο αβυσσαλέα μεγέθη. Το πρώτο είναι η άβυσσος της αγάπης του Θεού, που θέλει να συνάψει με τον Ισραήλ προσωπική σχέση αγάπης, που θα εικονίζει τη σχέση αγάπης του Θεού με όλη την ανθρωπότητα. Ο Θεός είναι αγάπη και ζωή Του είναι η αγάπη. Τα τρία θεία πρόσωπα ζουν «ἐν ἀγάπῃ καί κοινωνίᾳ». Αυτή την αγάπη ο Θεός προσφέρει και στον άνθρωπο και τον καλεί να την κάνει τρόπο ζωής. Μ' αυτό τον τρόπο η ζωή γίνεται ατελεύτητη, αθάνατη, αιώνια. Καλώντας λοιπόν ο Θεός τον Ισραήλ σ' αυτή τη σχέση ζωής μαζί Του, καλεί τον άνθρωπο γενικά για την αιωνιότητα.
Είναι η ανανέωση της αρχικής κλήσης του Θεού προς τον άνθρωπο, όταν τον δημιούργησε. Μόνο αν ο άνθρωπος αγαπά τον Θεό και τον κάθε άνθρωπο, εικονίζει στη γη τον Θεό της αγάπης. Τότε ο άνθρωπος δεν ανταποκρίθηκε και ματαιώθηκε προς ώρα το θείο σχέδιο. Αλλάζοντας τον τρόπο ζωής του, ως αγάπης, που όρισε ο Θεός και αναζητώντας ως πηγή ζωής τα υλικά πράγματα, βρήκε τον θάνατο.
Η τωρινή κλήση του ανθρώπου δια του Ισραήλ, είναι η απαρχή της Εκκλησίας, στην οποία θα είναι αποταμιευμένη η ζωή της αγάπης και της σχέσης με τον Θεό και τον άνθρωπο, την οποία θα θεμελιώσει ο Χριστός πάνω στο Αίμα Του. Γι’ αυτό ο Θεός εκδηλώνει στον Ισραήλ τόση αγάπη και θα τον αναδείξει Λαό «περιούσιο», γιατί θα προεικονίσει την Εκκλησία Του. Τον ευεργετεί, ακόμη και στην έρημο με πλούσια αγαθά. Του παραθέτει καθημερινό τραπέζι. Στην έρημο, που δεν υπάρχουν άλλα πράγματα να ελκύσουν την προσοχή του Ισραήλ, είναι ευκαιρία να «παραδοθεί» περισσότερο στον Θεό, να γίνει στενότερη η αγάπη και η σχέση μαζί Του. Του χορηγεί όλα τα αγαθά για να μη στερηθεί τίποτε. Τον σκέπει και τον προστατεύει, όπως ο «αετός κρατάει πάνω στα φτερά του και προστατεύει τα μικρά του, που πρόκειται να πετάξουν». Αυτό θα πει αγάπη του Θεού στον Ισραήλ, που εικονίζει τον κάθε άνθρωπο.
Στην άβυσσο της θείας αγάπης, ο Ισραήλ παραθέτει την άβυσσο της δίκης του αχαριστίας, της αγνωμοσύνης, της σκληρότητας και της απιστίας του στον Θεό. Είναι λαός σκληροτράχηλος, ανυπότακτος, δύστροπος. Παρ' όλα αυτά, ο Θεός τον ευεργετεί, γιατί δέχθηκε να εικονίσει στη ζωή του, τη σχέση του Θεού με το ανθρώπινο γένος, αν και αρνείται τη σχέση αυτή και στρέφεται σε θεούς-είδωλα-δαιμόνια. Η εγκατάλειψη της σχέσης με τον Θεό είναι θάνατος. Είναι η επιδίωξη του διαβόλου. Είναι το δηλητήριο για την ψυχή, ο «ἰός τοῦ ὄφεως», η αμαρτία, που «ἀποκύει θάνατον» (Ιάκ. 1, 15). Ο Ισραηλιτικός Λαός δεν γνωρίζει ότι αυτός είναι ο καθαυτό θάνατος. Τον μόνο θάνατο που ξέρει είναι τον χωρισμό της ψυχής από το σώμα και τη διάλυση του σώματος μέσα στη γη. Αυτός ο θάνατος τον τρομάζει, αλλά αγνοεί ότι αυτός ακολούθησε τον θάνατο της ψυχής, την απουσία δηλαδή του Θεού από τον άνθρωπο.
2. Ο θάνατος και η θεραπεία του
Από την εμπειρία του σωματικού θανάτου, ο Θεός βοηθεί τον Ισραήλ να καταφύγει σ' Αυτόν, να επανεύρει τη σχέση μαζί Του, για να λυτρωθεί από κάθε είδος θανάτου. Παραχωρεί λοιπόν να γεμίσει ο χώρος εκείνος της ερήμου με δηλητηριώδη φίδια, τα οποία πηδούσαν πάνω στους Ισραηλίτες, τους δάγκωναν και πέφτανε κάτω, σαν τα στάχυα, νεκροί. Το φαινόμενο συνεχιζόταν για πολύ. Τα δαγκώματα, το δηλητήριο, η οδύνη, ο θάνατος κυριάρχησαν ανάμεσα στον Λαό του Ισραήλ.
Ο Θεός επέτρεψε τη συμφορά αυτή, όχι για τιμωρία, αλλά για παιδαγωγία, για επιστροφή στον Θεό, που είναι μετάβαση «ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν». Από τον θάνατο των φιδιών, ο Θεός μας οδηγεί να καταλάβουμε τον θάνατο από την αμαρτία, τη διακοπή της σχέσης μαζί του. Η παρουσία των φιδιών και το θανατηφόρο δηλητήριο τους μας θυμίζει τον «ἀρχαῖον ὄφιν», τον διάβολο, ο οποίος με το δηλητήριο της αμαρτίας της παράβασης της θείας εντολής, έφερε τον θάνατο στον άνθρωπο, γιατί τον χώρισε από τον Θεό. Τον απογύμνωσε από τη ζωοποιό Χάρη του Θεού, από τη σχέση μαζί Του, που είναι ζωή αιώνιος.
Σ' αυτή τη συμφορά οι Ισραηλίτες θυμήθηκαν τον Θεό, γιατί μόνοι τους ήταν αδύνατο να σωθούν. Στις καθημερινές μέριμνές του ο άνθρωπος ξεχνά τον Θεό, χάνει τη ζωή και πεθαίνει, γι' αυτό ο Θεός παραχωρεί τις θλίψεις, τις δοκιμασίες, τους πειρασμούς που τον «ξυπνοῦν». Και όταν ο άνθρωπος χάνεται στα αδιέξοδά του, θυμάται τον Θεό και επιστρέφει σ' Αυτόν. «Ἐν θλίψει, ἐμνήσθημέν σου, Κύριε» (Ησ. 26, 16). Οι Ισραηλίτες θυμήθηκαν ότι η καταφυγή τους στους ψευδείς και ανύπαρκτους θεούς, ήταν εγκατάλειψη του αληθινού Θεού, της σχέσης μαζί του και αυτό είναι αμαρτία, δηλητήριο, θάνατος για την ψυχή, ο οποίος οδηγεί στον σωματικό θάνατο από τα φίδια. Γι' αυτό ταπεινώθηκαν, κοίταξαν άνω, κραύγασαν στον Θεό και ζήτησαν βοήθεια και σωτηρία.
3. Η ύψωση του χάλκινου φιδιού
Η σωτηρία ήλθε από τον ουρανό. Ο Θεός ως αγαθός και φιλάνθρωπος παράγγειλε στον Μωυσή να κατασκευάσει ένα φίδι χάλκινο και να το υψώσει στο ξύλο, σε σχήμα σταυρού. Με την ανύψωσή του το χάλκινο φίδι, επειδή δεν είχε δηλητήριο, έφερε τη σωτηρία στους Ισραηλίτες. Η ανύψωση του φιδιού είναι προτύπωση του Κυρίου μας, που ανυψώθηκε στον Σταυρό και δεν έφερε το δηλητήριο της αμαρτίας, την αιτία του θανάτου μας. Όσοι δαγκώνονταν, έπρεπε να κοιτάζουν το χάλκινο φίδι με πίστη για να θεραπεύονται από το δηλητήριο και να σώζονται από τον θάνατο. Έτσι θα εξασφάλιζαν αυτό που ποθούσαν, την παράταση της ζωής.
Οι Ισραηλίτες έπρεπε να καταλάβουν ότι τον θάνατο τον προκάλεσαν οι ίδιοι με τις αμαρτίες τους, ενώ η σωτηρία δεν ήλθε από τους ίδιους, αλλά από τον Θεό Πατέρα, επειδή τους αγαπά. Για να απαλλαγούν από τον θάνατο, έπρεπε να νεκρώσουν τις αμαρτωλές επιθυμίες τους και να παύσουν να προσβλέπουν σε ξένους και ψευδείς θεούς και να μείνουν στην αγαπητική σχέση με τον έναν αληθινό Θεό, που είναι η ζωή.
4. Η ύψωση του Χριστού στον σταυρό
Συνεχίζοντας ο Κύριος, στο σημερινό ευαγγέλιο, τη διδασκαλία Του στον Νικόδημο, τον μεταφέρει από τα σύμβολα στην πραγματικότητα. Από το χάλκινο φίδι, που ύψωσε ο Μωυσής στην έρημο, στην πραγματικότητα του μυστηρίου του σταυρού και του Ιησού Χριστού που ανυψώθηκε σ' αυτόν. Με το χάλκινο φίδι σώθηκε ο Ισραήλ από τον φυσικό θάνατο. Με τον Σταυρό του Κυρίου μας θα σωθεί ο κόσμος από τον «ἰόν» της αμαρτίας και τον θάνατο, αφού νεκρωθεί η αμαρτία και ο θάνατος που έφερε. «Καθῶς Μωϋσῆς ὕψωσε τόν ὄφιν ἐν τῆ ἐρήμω, οὕτως ὑψωθῆναι δεῖ τόν υἱόν τοῦ ἀνθρώπου, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτόν μἠ ἀπόληται, ἀλλ' ἔχη ζωήν αἰώνιον».
Τα φαρμακερά φίδια έφεραν τον σωματικό θάνατο στους Ισραηλίτες. Η αμαρτία ως ψυχοκτόνος έφερε τον αιώνιο θάνατο στην ψυχή, αλλά και στο σώμα, γιατί διέκοψε τη σχέση του ανθρώπου με τον Θεό, την πηγή της αληθινής ζωής. Την αμαρτία, με ποικίλες μορφές, την εισάγουμε στην ύπαρξή μας. Είναι τα αμαρτωλά πάθη της φιληδονίας, της φιλοδοξίας και της φιλαργυρίας και όλα τα άλλα, που είναι προεκτάσεις των, που μας αιχμαλωτίζουν και μας φέρουν τον θάνατο. Πώς θα λυτρωθεί ο άνθρωπος από το «πολύμορφο δηλητήριο τῆς φαυλότητος»; (Κυρ. Αλεξ.). Άλλος τρόπος δεν υπήρχε από την εξ ουρανού βοήθεια, όπως και στους Εβραίους.
Ο Θεός, αν συμπεριφερόταν ανθρώπινα, θα έστελλε τον Υιό Του για να μας κρίνει και να μας καταδικάσει, γιατί απορρίψαμε την κυριότητά Του πάνω μας και δεχθήκαμε να μας κυριεύουν τα πάθη. Δεν το έκανε όμως, γιατί μας αγαπά τόσο πολύ, ώστε «τόν Υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενη ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ' ἔχη ζωήν αἰώνιον». Δεν ήλθε να μας κρίνει, αλλά να μας σώσει. Ήλθε να θεραπεύσει, όχι να καταδικάσει. Θεραπεύει την πνευματική μας ασθένεια με την υπερβολή της φιλανθρωπίας Του. Αυτή είναι η θεοπρεπής εξουσία.
Έγινε ο Υιός και Λόγος του Θεού άνθρωπος, χωρίς να φέρει μέσα του τη θανατηφόρα αμαρτία, όπως και το χάλκινο φίδι δεν είχε το θανατηφόρο δηλητήριο των άλλων φιδιών. Δέχθηκε πάνω Του όλες τις οδυνηρές συνέπειες των δικών μας αμαρτιών, του σκότους των παθών μας, της κτηνώδους ζωής μας. Τον χλευάσαμε, Τον βλασφημήσαμε, Τον ραπίσαμε, Τον φτύσαμε, Τον στεφανώσαμε με ακάνθινο στεφάνι, Του μπήξαμε καρφιά, Τον λογχίσαμε και Τον σταυρώσαμε στο ξύλο του Σταυρού. Όλο το δηλητήριο του θανάτου και του άδη, που είχαμε μέσα μας, το χύσαμε πάνω στον Χριστό. «Οὗτος τάς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει καί περί ἡμῶν ὀδυνάται». Πονεί, οδυνάται, αλλά δεν κάνει την αμαρτία. Ούτε οργίζεται, ούτε μισεί, ούτε ανταποδίδει, γιατί δεν έχει τίποτε κακό μέσα του για να το ανταποδώσει. Μόνο αγάπη έχει και δίψα για τη σωτηρία μας.
Ποτέ δεν εγκατέλειψε το θέλημα του Πατρός Του. Υπάκουε, αγαπούσε, δεν έπαυσε να είναι η αγάπη, και δεν κατέβηκε από τον Σταυρό για να βρει κάποια άνεση και παρηγοριά. Έμενε εκεί, γιατί ήταν το θέλημα του Πατέρα Του. Αυτό το θέλημα ήταν ο παράδεισός Του. Όχι μόνο δεν έκανε καμία απολύτως αμαρτία, αλλά αντίθετα, «κατέκρινε» μέσα στο Σώμα Του και νέκρωσε την αμαρτία, την αιτία του θανάτου μας και μεταποίησε τον θάνατο μας σε ζωή αθάνατη, άφθαρτη, αιώνια, μένοντας πάντοτε «ἐν τῇ ἀγάπῃ» του Πατρός Του. Τους σταυρωτές Του δεν τους αγαπούσε λιγότερο απ’ ό,τι πριν τον σταυρώσουν. Έτσι με τον θάνατό Του πάτησε τον θάνατό μας και μας χάρισε την Ανάσταση. Όταν είπε «τετέλεσται», ο θάνατος νεκρώθηκε, νικήθηκε «κατά κράτος», έπεσε κάτω με ορμή, με πάταγον, «πτῶμα ἐξαίσιον», έμεινεν «ἄπνους». Έτσι η πεσούσα ανθρώπινη φύση, στο πρόσωπο του Χριστού νίκησε, θριάμβευσε. Σώζοντάς μας από την αμαρτία, μας ελευθέρωσε από τον διάβολο και τον θάνατο. «Αἵματι Θεοῦ ὁ ἰός (= το δηλητήριο) τοῦ ὄφεως ἀποπλύνεται», ψάλλει η Εκκλησία στον εσπερινό της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού. Και μας έδωσε τη δυνατότητα να τον νικούμε κάθε μέρα μέσα στο σώμα μας και να ζούμε παντοτινά την Ανάσταση.
5. Θέα και πίστη
Με τη θέα του χάλκινου φιδιού οι Ισραηλίτες μπορούσαν να ζήσουν. Με τη θέα των οφθαλμών της ψυχής, δηλαδή με την κάθαρση του νου και με την εσωτερική προσήλωση στον Αναμάρτητο Κύριο, καθώς και με πίστη στον δικό του τρόπο ζωής, τον σταυρώσιμο, μπορούμε να νεκρώνουμε μέσα στην ύπαρξη μας τα αμαρτωλά πάθη μας, για να απαλλαγούμε από τον αιώνιο θάνατο. Στον πόλεμο των παθών εναντίον μας, ας αντιπαρατάσσουμε την ταπείνωση και την αγάπη με το κόστος, που μπορούμε να βαστάσουμε. Με την απάρνηση των επιθυμιών της σάρκας με νηστεία, αγρυπνία, προσευχή, ας αγαπήσουμε την επίμοχθη σταυρική ζωή που είναι μεν «πένθος», αλλά γίνεται χαροποιό. Ο θάνατος της αμαρτίας και η αποδοχή του θελήματος του Θεού είναι θάνατος ζωοφόρος, ζωή αφθαρσίας και αθανασίας.

Παύλου Μουκταρούδη, Διήρχετο διά τῶν Σπορίμων, Τόμος Α΄