(Ματθ. ιζ΄, 14-23)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἄνθρωπός τις προσῆλθεν τῷ Ἰησοῦ, γονυπετῶν αὐτὸν καὶ λέγων· Κύριε, ἐλέησόν μου τὸν υἱόν, ὅτι σεληνιάζεται καὶ κακῶς πάσχει· πολλάκις γὰρ πίπτει εἰς τὸ πῦρ καὶ πολλάκις εἰς τὸ ὕδωρ. Καὶ προσήνεγκα αὐτὸν τοῖς μαθηταῖς σου, καὶ οὐκ ἠδυνήθησαν αὐτὸν θεραπεῦσαι. Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη! ἕως πότε ἔσομαι μεθ' ὑμῶν; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν; φέρετέ μοι αὐτὸν ὧδε. Καὶ ἐπετίμησεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς, καὶ ἐξῆλθεν ἀπ’ αὐτοῦ τὸ δαιμόνιον καὶ ἐθεραπεύθη ὁ παῖς ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης. Τότε προσελθόντες οἱ μαθηταὶ τῷ Ἰησοῦ κατ' ἰδίαν εἶπον· Διατί ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό; Ὀ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Διὰ τὴν ἀπιστίαν ὑμῶν. ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν, ἐὰν ἔχητε πίστιν ὡς κόκκον σινάπεως, ἐρεῖτε τῷ ὄρει τούτῳ, μετάβηθι ἐντεῦθεν ἐκεῖ, καὶ μεταβήσεται· καὶ οὐδὲν ἀδυνατήσει ὑμῖν. Τοῦτο δὲ τὸ γένος οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ. Ἀναστρεφομένων δὲ αὐτῶν εἰς τὴν Γαλιλαίαν εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Μέλλει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοσθαι εἰς χεῖρας ἀνθρώπων καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἐγερθήσεται.

Ερμηνεία

Το σημερινό Ευαγγέλιο ο Χριστός θεραπεύει έναν δαιμονισμένο νέο και τον λυτρώνει από την καταδυνάστευση του άρχοντα του σκότους. Ο νέος ζούσε συνεχώς την εμπειρία του θανάτου, γιατί ήταν υποδουλωμένος στην ψυχή και το σώμα από τον εφευρέτη της αμαρτίας και του θανάτου. Του έλειπε ο Θεός, γι’ αυτό εστερείτο τη ζωή, το φως, την ελευθερία. Όπως φαίνεται, ο νέος δεν είχε καμιά προσωπική σχέση με τον Θεό, ούτε πίστευε, ούτε και προσευχόταν, ούτε και οδηγήθηκε από κανένα κοντά στον Θεό, αφού και ο πατέρας του δεν πίστευε. Αυτή η αποξένωση από τον Θεό ήταν η αιτία της συμφοράς του. Όσο πιο μεγάλη είναι η αποξένωση, τόσο πιο δυνατή είναι η κατάκτηση του διαβόλου.
Matthaiou IΤο πονηρό και ακάθαρτο πνεύμα βρήκε την ψυχή του «έρημη Θεού» και την κατέκτησε. Την έκανε μόνιμη κατοικία από τον καιρό, που ο νέος ήταν παιδί. «Παιδιόθεν» υπέφερε, όπως είπε ο πατέρας στον Χριστό. Είχε δοκιμάσει όλη τη δυστυχία από την τυραννία και τη θηριωδία του διαβόλου. Τον υποδούλωσε και στο σώμα και στην ψυχή και τον έκανε όργανο του στο κακό. Προσωπική ελευθερία δεν είχε. Από αυτεξούσιο, που τον έκανε ο Θεός, έγινε υποχείριος του εχθρού, του «αποστάτη δράκοντα». Αντί στο πρόσωπό του να εικονίζει τον Θεό, κατήντησε να εικονίζει τον διάβολο.
Ήταν «πνεῦμα ἄλαλον καὶ κωφὸν». Όπως το ίδιο δεν ακούει και δεν λέγει τίποτε, που έχει σχέση με τον Θεό, κατά τον ίδιο τρόπο αφαίρεσε από τον νέο την ακοή και την ομιλία, για να μη λέγει και να μην ακούει τα λόγια του Θεού. Μοναδικός του στόχος είναι: Να πλανήσει τον άνθρωπο για να διακόψει κάθε σχέση με τον Θεό. Οι Πατέρες τονίζουν ότι οποιοσδήποτε άνθρωπος αρνείται να ακούει και να μιλά για τον Θεό, είναι «άλαλος και κωφός», όπως ήταν το πονηρό πνεύμα.
Πολλές φορές έριχνε τον νέο με δύναμη στη γη, όπως περιγράφει το δράμα ο ευαγγελιστής Μάρκος. Τον κτυπούσε, τον τάραζε με σπασμούς, άφριζε το στόμα του, έτριζε τα δόντια του, τον έκανε ξερό και αναίσθητο, σχεδόν νεκρό, ώστε πολλοί να λένε, ότι πέθανε. Άλλοτε τον έριχνε στη φωτιά, για να τον κάψει ή στο νερό για να τον πνίξει. Ασφαλώς θα τον θανάτωνε, αν είχε τέτοια εξουσία από τον Θεό. Είναι τόσο σαδιστής και μισάνθρωπος, ώστε, όταν ο άνθρωπος πονεί και υποφέρει, αυτός χαίρεται και πανηγυρίζει. Όλα αυτά τα βασανιστικά μαρτύρια, με τα οποία τυραννεί τον άνθρωπο σωματικά, εικονίζουν και τη τυραννία της ψυχής, που της δημιουργεί με τα αμαρτωλά πάθη, που έχουν ως στόχο την απομάκρυνση του ανθρώπου από τον Θεό. Η στέρηση του Θεού είναι η χειρότερη κόλαση. Σ’ αυτή τη στέρηση, σ’ αυτό τον «λιμό», αποβλέπουν όλες οι προσπάθειες των δαιμόνων. Ο Χριστός θα επέμβει για να λυτρώσει τον νέο από τα δαιμονικά βάσανα, αλλά αφήνει τον εχθρό να φθάσει στο έσχατο όριο του βασανισμού, για να φανεί το μέγεθος της κακίας του και της έχθρας του, που έχει σ’ εμάς, ώστε να τον μισήσουμε, να τον αποστραφούμε και να συνάψουμε σχέση αγάπης και κοινωνίας με τον Χριστό.
1. Το θαύμα
Ο Κύριος, με το άμετρο της δύναμής Του, αλλά και την άρρητη φιλανθρωπία Του, επεμβαίνει σε μια κρίσιμη στιγμή, όταν το δαιμόνιο δημιούργησε ακόμη μια φορά στον δυστυχισμένο νέο, σπασμωδική κρίση και κτυπήματα στο έδαφος (Μαρ. 9, 20). Με τη θεία Του εξουσία επιπλήττει τον δόλιο άρχοντα του σκότους και τον διατάσσει να εξέλθει από το πλάσμα των χειρών Του. Αλλ’ όχι μόνο τούτο. Με τη θεία υπεροχή Του το διατάσσει να μη ξαναμπεί στον νέο, που σημαίνει πως θα είχε την πρόθεση να εισβάλει και πάλι, αν δεν του απαγόρευε ο Κύριος. Το σκοτεινό και ακάθαρτο πνεύμα εξέρχεται, αφού δεν μπορούσε ν’ αντισταθεί στη θεία παντοδυναμία.
Ο Κύριος, εκτός από τον παντοδύναμο λόγο Του, με τον οποίο θεράπευσε τον νέο, τον φέρει σε επαφή και με το θεανθρώπινο σώμα Του, για να του μεταδώσει «μυστικά», τη δύναμη της Χάριτος Του, να τον συνδέσει μαζί Του και να τον οχυρώσει έναντι του εχθρού. «Κρατήσας αὐτὸν τῆς χειρὸς ἤγειρεν αὐτόν, καὶ ἀνέστη» (στίχ. 27), γράφει ο Ευαγγελιστής Μάρκος. Η χειρονομία αυτή του Κυρίου εκφράζει την πατρική αγάπη και στοργή προς τον νέο.
Μετά την κακοποίηση και την πικρία του Άδη, που του δημιούργησε ο διάβολος, έρχεται η θεραπεία, η ανάσταση (ήγειρεν, ανέστη), η στήριξη, η γλυκύτητα της καρδίας από τον Χριστό. Τώρα το πρόβατο δεν είναι μόνο του, εκτεθειμένο στον λύκο. Έχει προστάτη «ποιμένα καλόν». Και μόνη η επίκληση του ονόματός Του αποτελεί ασφάλεια, για κάθε λογικό πρόβατο. Όπως δε σχολιάζουν οι Πατέρες, ο Χριστός, όταν τον έπιασε από το χέρι, ήθελε να δείξει τη βοήθεια, που μας προσφέρει στον αγώνα κατά του διαβόλου και του κάκου, γενικά, όπως και στην εργασία του αγαθού. Προσθέτοντας ο Ευαγγελιστής Μάρκος το «ἀνέστη» (=στάθηκε) θέλει να δείξει την ανθρώπινη προσπάθεια και τη δική μας «σπουδή προς το αγαθόν». Είναι η δική μας συμβολή στο έργο της σωτηρίας μας.
Στο θαύμα αυτό ακόμη βλέπουμε μια προτύπωση της Αναστάσεως του Χριστού. Οι λέξεις «νεκρός», «απέθανε», εκφράζουν τη νέκρωση και τον θάνατο από την αμαρτία, προς όλη την ανθρωπότητα. Ενώ οι λέξεις «ἤγειρεν, ανέστη» προτυπώνουν την ανάσταση, που ο Χριστός θα χαρίσει στον νεκρωμένο άνθρωπο με τη νίκη Του πάνω στην αμαρτία (Μάρ. 9, 26-27). Η εξουσία και η νίκη του Χριστού πάνω στο δαιμόνιο, που βασάνιζε τον νέο, προτυπώνουν την «κατά κράτος» ήττα του πάνω στον Σταυρό. Γι’ αυτό και στο τέλος του σημερινού Ευαγγελίου, ο Χριστός μιλά στους Μαθητές Του για το Πάθος Του και την Ανάστασή Του, που θα επιφέρουν τη συντριπτική νίκη Του κατά του διαβόλου και τη λύτρωση του ανθρώπου από την τυραννία Του.
2. Προϋποθέσεις για το θαύμα
α) Η πίστη
Για να γίνει το θαύμα, τόσο το σημερινό, όσο και οποιοδήποτε άλλο, απαιτούνται ορισμένες προϋποθέσεις. Ο Χριστός δίδασκε την ανάγκη της πίστεως σε όσους τον πλησίαζαν. Την αδυναμία των Μαθητών να θεραπεύσουν τον δαιμονισμένο, ο Χριστός την απέδωσε στη μεγάλη απιστία του πατέρα. «Εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι», του είπε. Αν δηλαδή πιστεύεις, όχι μόνο το δαιμόνιο θα φύγει, αλλά και όλα γίνονται κατορθωτά. Στους Μαθητές Του δε πρόσθεσε και τούτο το καταπληκτικό: «Αν έχετε πίστη ως κόκκο σινάπεως, μπορείτε να μετακινήσετε και όρη και τίποτε απολύτως δεν θα είναι αδύνατο για σας». Στη μετακίνηση του όρους, οι Πατέρες βλέπουν και μεταφορική έννοια, που είναι το κράτος του διαβόλου, του οποίου η άκρα υπερηφάνεια μοιάζει με όρος. Εάν δηλαδή, πιστεύουν στον Θεό, θα μπορούν να βγάλουν και δαιμόνια.
Ποιο όμως είναι το νόημα της πίστεως που ζητά ο Χριστός; Είναι η πίστη στα ορθά δόγματα της Εκκλησίας, σε αντίθεση με εκείνα των αιρετικών και γενικά ό,τι διδάσκει η Εκκλησία μας; Ασφαλώς είναι, όχι όμως η διανοητική, αλλ’ αυτή που ακολουθείται από τον ορθό τρόπο ζωής, δηλαδή πίστη και ευσέβεια, η βιωματική πίστη. Αυτή ζητά ο Χριστός. Πίστη ως ζωή, ως αγαπητική σχέση με τον Χριστό και κοινωνία στη ζωή Του. Όπως είναι η εσωτερική σχέση και κοινωνία του κλάδου με τη ρίζα, που τον τροφοδοτεί και του δίνει ζωή. Πίστη θα πει, να ζούμε και να είμαστε συνεχώς με τον Χριστό, χωρίς κενό, χωρίς διάλειμμα, που να διακόπτει αυτή τη σχέση. Είναι αυτό που κατόρθωσαν οι Άγιοι με την άσκησή τους. Όπως λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος: «Μνημονευτέον τοῦ Θεοῦ μᾶλλον ἢ ἀναπνευστέον». Είχαν διαρκή μνήμη του Θεού, πιο πολύ από όσο ανέπνεαν και ζωή τους ήταν η τήρηση του θελήματός Του. Αυτή η αδιάλειπτη σχέση με τον Θεό ήταν παραγγελία του Θεού στον Λαό του Ισραήλ, από την εποχή της Παλαιάς Διαθήκης: «Μνησθήσει (=να θυμάσαι) διά παντός Κυρίου του Θεού σου, καθήμενος, πορευόμενος, κοιταζόμενος (=όταν κοιμάσαι) και διανιστάμενος (=όταν σηκώνεσαι) (Δευτερον. 6, 7). Αυτή η ζωντανή σχέση είναι η πίστη, που δημιουργεί την εμπιστοσύνη και την αυτοπαράδοση του ανθρώπου στον Θεό, που είναι «καταφυγή και ρύστης» του.
Απ’ αυτή την αγαπητική σχέση με τον Θεό προέρχεται η «ἄνωθεν κατερχομένη Χάρις» στην ψυχή του ανθρώπου και αυτή κάνει τα θαύματα και βγάλει δαιμόνια και κατορθώνει τα πάντα. Η Χάρη δε αυτή είναι ανάλογη με την πνευματική μας εργασία, «κατὰ τὴν πίστιν ἡμῶν». Αυτή τη σχέση και τη Χάρη φοβάται ο διάβολος και αγωνίζεται με χίλια-δυο μέσα να την καταργήσει. Ο διάβολος βρίσκει τόπο στην καρδιά μας, όταν απ’ αυτή αναχωρήσει ο Χριστός. Γι’ αυτό πάντοτε καιροφυλακτεί να δει κάποιο κενό, όταν ο άνθρωπος παύσει να σκέφτεται τον Θεό, για να εισβάλει στην καρδιά του με τα διάφορα πάθη. Όπως είπε ο Χριστός, «ἐκ τῆς καρδίας ἐξέρχονται διαλογισμοὶ πονηροί, φόνοι, μοιχεῖαι, πορνεῖαι, κλοπαί, ψευδομαρτυρίας βλασφημίαι» (Ματθ. 15, 19). Εφ’ όσον τελικά πίστη είναι η ζωή με τον Χριστό, απιστία είναι η ζωή «χωρίς τον Χριστό». Απ’ αυτή την ασθένεια της ψυχής, την απιστία, υπέφερε και ο πατέρας του σημερινού Ευαγγελίου, καθώς και το παιδί του και είναι η αιτία της υποταγής του στον διάβολο.
Ο διάβολος βρήκε τον χώρο της καρδίας ανυπεράσπιστο και κατοίκησε σ’ αυτό. Και αντί ο άνθρωπος να είναι εικόνα του Θεού, έγινε εικόνα του διαβόλου. Ο Χριστός αποκαλεί τον πατέρα και τους ομοίους του, «γενεὰν ἄπιστον», αλλά και «διεστραμμένην», γιατί διέστρεψε την αλήθεια. Έκανε τη διεστραμμένη διαπίστωση, ότι η μη θεραπεία του παιδιού του οφειλόταν στην αδυναμία των Μαθητών, ενώ το εμπόδιο ήταν η δική του απιστία. Με την απιστία του, δηλαδή τη χωρίς Θεό ζωή του, εμπόδιζε τη Χάρη να επενεργήσει και να θεραπεύσει το παιδί του. Γι’ αυτό και το θαύμα έγινε, όταν ομολόγησε «μετά δακρύων»: «πιστεύω, Κύριε• βοήθει μου τῇ ἀπιστία» (Μαρ. 9, 24).
β) Η προσευχή
Όταν ο άνθρωπος ζει μόνος, χωρίς τον Θεό, εύκολα δέχεται τις προσβολές του εχθρού και στη συνέχεια την εξουσία του. Με την προσευχή όμως, που ζητά ο Κύριος, αρχίζει η σχέση και η κοινωνία με τον Θεό, ο οποίος δίνει τη νίκη κατά του διαβόλου. Όπως λένε οι Πατέρες, η προσευχή είναι η «οδός προς Θεόν», για όσους αναζητούν την οδό αυτή. Με την προσευχή ο άνθρωπος ξεκινά τον αγώνα της σωτηρίας του, διά της Εκκλησίας, για να επανασυνδεθεί με τον Χριστό και να δεχθεί τη Χάρη Του, που είναι το «μέγα φυλακτήριον» κατά του αοράτου εχθρού. Με τον τρόπο αυτό αποκτούμε σύμμαχο, βοηθό ισχυρό, που φοβάται ο διάβολος.
Η κυριωτέρα δε προσευχή είναι η συνεχής επίκληση του Κυρίου Ιησού Χριστού: «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησὸν με». Με τη συμμετοχή μας στα μυστήρια και με τη συνεχή επίκληση του ονόματος Του, έρχεται μέσα μας και «Αὐτὸς εἶναι ὁ ἐν ἡμῖν νικῶν» τον διάβολο. Όπως λέγει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, «Ἰησοῦ ὀνόματι, μάστιζε πολεμίους». Ο διάβολος αποφεύγει να βρίσκεται, όπου προφέρεται το όνομα του Ιησού, γιατί είναι ως άλλο μαστίγιο που τον μαστιγώνει. Κανένας δεν επιθυμεί να μένει εκεί που μαστιγώνεται. «Κρεῖττον (=καλύτερο) βοήθημα οὐχ εὑρήσεις ἐν ὅλη τῇ ζωῇ σου» (Ησύχιος πρεσβύτερος).
γ) Η νηστεία
Ο Χριστός μαζί με την πίστη και την προσευχή, πρόσθεσε και τη νηστεία. Όταν εγκαινίασε για το γένος των ανθρώπων τη στρατηγική για τη νίκη κατά του διαβόλου, προσευχήθηκε και νήστεψε «ημέρας τεσσαράκοντα και νύκτας τεσσαράκοντα». Και «εἰ ὁ ἐκθέμενος τὸν νόμον νηστεύει, τὶς ἐκ τῶν τηρούντων τὸν νόμον, οὐ χρὴ νηστεύειν;» (αββάς Ισαάκ). Και προσθέτει ο άγιος: Πριν έλθει ο Χριστός, ποτέ ο διάβολος δεν δοκίμασε ήττα από τη νηστεία. Κανένας δεν τη δίδαξε στους ανθρώπους, ως όπλο κατά του διαβόλου. Πρωτότοκος αυτής της νίκης είναι ο Θεάνθρωπος, που θέλησε και με τη νίκη του αυτή, να δώσει το στεφάνι στην ανθρώπινη φύση, που πήρε από μας. Ο δε διάβολος όπου βλέπει την προσευχή συζευγμένη με τη νηστεία, φοβάται, γιατί θυμάται την ήττα, που υπέστη στην έρημο με το όπλο αυτό.
Με τη νηστεία και την προσευχή ο άνθρωπος ξεκινά την οδό της Μετανοίας, ένα διαφορετικό τρόπο ζωής, γιατί αρχίζει να ποθεί τον Θεό. Η απώλεια του Παραδείσου και ο αφανισμός του ανθρώπου, λένε οι Πατέρες, ξεκίνησε με την παράβαση της νηστείας, που όρισε ο Θεός στους πρωτοπλάστους. Με τη νηστεία ξεκινά ο άνθρωπος να επανακτήσει τον Παράδεισο που απώλεσε.
Νηστεία, λένε οι Πατέρες, δεν είναι απλά η αποφυγή από ορισμένα φαγητά, αλλά το «ἄρχειν γαστρός». Να κυβερνούμε δηλαδή το στομάχι μας και τις επιθυμίες μας και να μη γινόμαστε δούλοι της κοιλιάς μας. Να απέχουμε από την πολυφαγία, έστω και αν τα φαγητά είναι απ’ αυτά, που ορίζονται από την Εκκλησία. «Όταν το στομάχι γεμίσει υπερβολικά από οποιανδήποτε τροφή, γεννά σπέρματα ασωτίας» (αββάς Δωρόθεος). Ο κανόνας είναι να τοποθετούμεθα ασκητικά, θυσιαστικά, απέναντι στα υλικά αγαθά, δηλαδή λιτά και απλά. Να τρώμε με προσοχή και προσευχή, για να υποταγούμε στον Θεό, που είμαστε εικόνες του και όχι στις εκλεκτές τροφές και τα εκλεκτά ποτά. «Κόρος εἰς γαστέρα τὴν χάριν ἵστησι» (Μ. Βασίλειος) δηλαδή ο χορτασμός της κοιλιάς, σταματά τη Χάρη που πρόκειται να έλθει.
Τονίζουν ακόμη οι Πατέρες, ότι η νηστεία που βοηθεί τον καθαρισμό της ψυχής από τα πάθη, δεν αρκεί να περιορίζεται μόνο στα φαγητά. «Αληθινή νηστεία -γράφει ο Μ. Βασίλειος- είναι η αποξένωση από την αμαρτία, η εγκράτεια της γλώσσας, ώστε να μην κατακρίνει κανένα, να μην ειρωνεύεται, να μην αισχρολογεί- η αποχή από τον θυμό, ο χωρισμός από τις διάφορες επιθυμίες της σαρκικής φύσεως, από το ψέμα και την επιορκία. Ακόμη να νηστεύουν και τα μάτια και τα αυτιά. Να μη βλέπουν και να μην ακούνε αυτά, που έχουν σχέση με την κοσμική ματαιότητα.
Η στέρηση από τη νηστεία και η αποφυγή των άλλων αμαρτωλών παθών, είναι μερικές θυσίες, που μας κάνουν έστω και στο ελάχιστο, κοινωνούς στη θυσία και τα παθήματα του Κυρίου μας. Γι’ αυτό ο Κύριος, αφού μίλησε στους Μαθητές Του για νηστεία, στη συνέχεια αναφέρθηκε στον θάνατο Του, ίσως γιατί και με τη μικρή θυσία της νηστείας, γινόμαστε «κοινωνοί» στη δική του θυσία. Με την πίστη, την προσευχή και τη νηστεία, ο άνθρωπος μνημονεύει του Θεού, επιστρέφει στην αγαπητική σχέση με Αυτόν και λυτρώνεται από τον διάβολο. Με την πίστη, την προσευχή και τη νηστεία, ο άνθρωπος αναγνωρίζει την αποτυχία του να τελειωθεί μακριά από τον Θεό και επιστρέφει στην «πηγή της ζωαρχίας», τον Θεό, που εγκατέλειψε. Έτσι γίνεται κοινωνός της Χάριτος και νικά τον διάβολο.

Παύλου Μουκταρούδη, Διήρχετο διὰ τῶν Σπορίμων, Τόμος Α΄.