(Ματθ. ιζ΄ 1-9)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, παραλαμβάνει ὁ Ἰησοῦς τὸν Πέτρον καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, καὶ ἀναφέρει αὐτοὺς εἰς ὄρος ὑψηλὸν κατ' ἰδίαν· καὶ μετεμορφώθη ἔμπροσθεν αὐτῶν, καὶ ἔλαμψε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος, τὰ δὲ ἱμάτια αὐτοῦ ἐγένετο λευκὰ ὡς τὸ φῶς. Καὶ ἰδοὺ ὤφθησαν αὐτοῖς Μωϋσῆς καὶ Ἠλίας μετ' αὐτοῦ συλλαλοῦντες. Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Πέτρος εἶπε τῷ Ἰησοῦ· Κύριε, καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι· εἰ θέλεις, ποιήσωμεν ὧδε τρεῖς σκηνάς, σοὶ μίαν καὶ Μωσεῖ μίαν καὶ μίαν Ἠλίᾳ. Ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος ἰδοὺ νεφέλη φωτεινὴ ἐπεσκίασεν αὐτούς, καὶ ἰδοὺ φωνὴ ἐκ τῆς νεφέλης λέγουσα· Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα· αὐτοῦ ἀκούετε· καὶ ἀκούσαντες οἱ μαθηταὶ ἔπεσαν ἐπὶ πρόσωπον αὐτῶν καὶ ἐφοβήθησαν σφόδρα. Καὶ προσελθὼν ὁ Ἰησοῦς ἥψατο αὐτῶν καὶ εἶπεν· Ἐγέρθητε καὶ μὴ φοβεῖσθε. Ἐπάραντες δὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν οὐδένα εἶδον εἰ μὴ τὸν Ἰησοῦν μόνον. Καὶ καταβαινόντων αὐτῶν ἀπὸ τοῦ ὄρους ἐνετείλατο αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς λέγων· μηδενὶ εἴπητε τὸ ὅραμα ἕως οὗ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ.
Ερμηνεία
Κατά τη σημερινή ημέρα της θείας Μεταμορφώσεως, ο άνθρωπος έγινε θεόπτης. Είδε τον ίδιο τον Θεό. Είδε τη θεϊκή δόξα στο πρόσωπο του Ενανθρωπήσαντος Υιού του Θεού, Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Έγινεν «επόπτης της εκείνου μεγαλειότητος» (Β' Πέτρ. 1, 16). Άκουσε τα άρρητα και είδε τα αθέατα, που είναι προοίμια του μέλλοντος αιώνος, όταν ο άνθρωπος θα γίνει «κατά χάριν» θεός. Η Μεταμόρφωση φανερώνει αυτά, που θα γίνουν στα έσχατα, στον μέλλοντα αιώνα για να παρακινήσει κι εμάς προς πόθο και έρωτα της μέλλουσας θείας δόξας.
1. Η Μεταμόρφωση
Σε ποιο γεγονός της ζωής του Κυρίου μας αναφέρεται αυτή η γιορτή και ποια είναι η βαθύτερη σημασία της; Το Ευαγγέλιο που ακούσαμε στη θεία Λειτουργία, λέγει τα έξης: «Ὁ Ἰησοῦς παραλαμβάνει τὸν Πέτρον καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ καὶ ἀναφέρει αὐτοὺς (= τους ανεβάζει) εἰς ὄρος ὑψηλὸν (κατά την παράδοση είναι το Θαβώρ) κατ’ ἰδίαν (=ιδιαιτέρως)• καὶ μετεμορφώθη ἔμπροσθεν αὐτῶν, καὶ ἔλαμψε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος, τὰ δὲ ἱμάτια αὐτοῦ (= τα ενδύματά του) ἐγένετο λευκὰ ὡς τὸ φῶς. Καὶ ἰδοὺ ὤφθησαν (= εμφανίσθηκαν) αὐτοῖς Μωσῆς καὶ Ἠλίας μετ’ αὐτοῦ συλλαλοῦντες». Με αυτά τα λόγια ο Ευαγγελιστής εκθέτει το υπερκόσμιο αυτό γεγονός και συνεχίζει να το εκθέτει μέχρι το τέλος.
Αυτός που δεσπόζει στο Θαβώρ είναι ο Ίδιος, που «δεσπόζει τῶν ἐπουρανίων καὶ τῶν ἐπιγείων, ὁ ἐπὶ θρόνου Χερουβικοῦ ἐποχούμενος, ὁ τῶν Σεραφεὶμ Κύριος...». Και γίνεται στο Θαβώρ μια Μεταμόρφωση, μια αλλαγή. Ο Κύριος βέβαια ποτέ δεν αλλάζει, δεν μεταβάλλεται, είναι πάντοτε ο ίδιος, «χθὲς καὶ σήμερον καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας». Εκείνο που αλλάζει, που μεταμορφώνεται για λίγες στιγμές στο Θαβώρ, είναι η αλλαγή στον τρόπο φανέρωσής Του στους ανθρώπους.
Μέχρι τη στιγμή εκείνη οι Μαθητές Του και όλοι γενικά οι άνθρωποι, δεν έβλεπαν τη θεία Του φύση, δηλαδή τη θεότητα, γιατί ήταν κρυμμένη μέσα στο Σώμα, στη «μορφή δούλου», που προσέλαβε με την Ενανθρώπησή Του και ήταν αδύνατη η θέα της από τον γήινο άνθρωπο. «Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε» (Ἰω. α' 18). Ενώ λοιπόν στον κόσμο κρυβόταν η θεότητά Του και έμενε αόρατη, τώρα στο Θαβώρ γίνεται η αλλαγή, η Μεταμόρφωση. Κρύβει τη «μορφή δούλου», το Σώμα, και φανερώνει λίγες ακτίνες της θεότητός Του, όσο ήταν δυνατό να δει ο πηλός-άνθρωπος και να μην αφανισθεί. «Δεν είναι δυνατό να δει ο άνθρωπος το πρόσωπό μου και να ζήσει», είχε πει στον Μωυσή στο Σινά.
Το πρόσωπο λοιπόν του Κυρίου περιβλήθηκε με θείο Φως, με τη δόξα της θεότητος και φάνηκε Λαμπρό ως ο ήλιος, θεωμένο, απαστράπτον. Στους Μαθητές, που εκπροσωπούν τους «κατά Θεόν ζήσαντας», που αφήνουν τα γήινα και ανεβαίνουν στο άγιο «όρος των θείων αρετών», δεν φανερώνεται ως φως αισθητό και κτιστό, όπως φρενοβλαβώς έλεγαν οι αιρετικοί, αλλά ως υπερκόσμιο, Άκτιστο και απρόσιτο. Δεν ήταν φως που ερχόταν από κάποια εξωτερική πηγή. Ήταν Φως ενυπόστατο, ο Υιός και Λόγος του Θεού, ο ένας της Τριάδος, ο Κύριος της δόξης με όλα τα θεία ιδιώματα, τα οποία μετέδωσε και στον άνθρωπο, στην ανθρώπινη φύση μας, που προσέλαβε από την Παναγία κατά την Ενανθρώπησή Του και την εθέωσε. Το Θαβώριο αυτό Φως ταυτίζεται με τη Βασιλεία του Θεού, όπως λέγει ο Κύριος, λίγο πιο πριν από το σημερινό Ευαγγέλιο. Αυτή η αλλαγή στη θέα του Ιησού, από απλός άνθρωπος να φανερώνεται ως Θεός και να λάμπει «υπέρ τον ήλιον», είναι η θεία Μεταμόρφωση.
2. Μεταμόρφωση των Μαθητών
Στην πραγματικότητα δεν μεταμορφώθηκε ο Χριστός, αλλά οι οφθαλμοί των Μαθητών, όπως λέγει ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Ο Χριστός δεν μεταβλήθηκε σε κάτι που δεν ήταν, αλλ’ αυτό που ήταν - δηλαδή Θεός αθέατος, έγινε θεατός από τους Μαθητές, των οποίων τους οφθαλμούς μεταμόρφωσε με τη θεία Του δύναμη, για να είναι σε θέση να δουν τον Αόρατο. Και έγιναν, όπως λέγει ο απόστολος Πέτρος στο σημερινό ανάγνωσμα του Αποστόλου, «ἐπόπται τῆς Ἐκείνου μεγαλειότητος» και γνώρισαν τη θεία Παρουσία και δύναμη. Με την αυτοψία τους βεβαιώθηκαν περισσότερο για τη θεότητα του θείου Διδασκάλου.
Στο Θαβώρ ο άνθρωπος μεταμορφώθηκε εσωτερικά και αξιώθηκε από τον Θεό να λάβει μια εμπειρία της θέας του ενυπόστατου και απρόσιτου Φωτός, του Χριστού. Ασφαλώς «ἐν μέτρῳ», όση ήταν η δεκτική τους δύναμη. Όπως λέγει και το Κοντάκιο της εορτής, «ὡς ἐχώρουν (= όσο μπορούσαν) οἱ Μαθηταί Σου τὴν δόξαν Σου, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐθεάσαντο». Χορηγείται μεν ολόκληρο, αλλά μετέχει σ’ αυτό ο καθένας, ανάλογα με την καθαρότητα του και την πνευματική του προκοπή.
3. Συνάντηση της αρχής και των έσχατων
Στο Θαβώρ πραγματοποιείται αυτό, που ο Θεός θέλησε να κάνει για τον άνθρωπο από την αρχή της δημιουργίας του και απέτυχε, εξ αιτίας του ανθρώπου, και θα το πραγματοποιήσει στα έσχατα, μετά τη Β’ παρουσία Του, στον μέλλοντα αιώνα, στην ογδόη Ημέρα. Τότε που, διά του Αγίου Πνεύματος, θα μετέχει με μεταμορφωμένες αισθήσεις στη θεία δόξα ως θεός «κατά χάριν». Αυτό είναι το «συνεῖναι» (=η συνύπαρξη) τον άνθρωπο και τον Θεό.
Μεταμορφώνεται ο Χριστός και συμμεταμορφώνονται ο Μωυσής και ο Ηλίας και οι τρεις Μαθητές. Ο Χριστός λάμπει και δοξάζεται και μαζί με τον Χριστό δοξάζονται και αποκτούν «κατά χάριν» θεία ιδιώματα και οι δύο Προφήτες και οι τρείς Μαθητές. Έτσι πραγματοποιείται ο λόγος του Κυρίου: «Ὁ Θεὸς ἐν μέσῳ θεῶν». Ο «κατά φύσιν» Θεός, στο μέσο των «κατά χάριν» θεών. Και είναι θεοί, γιατί «ἐκ Θεοῦ ἐγεννήθησαν» (πνευματικά και με τρόπο υπερφυσικό).
Η συνύπαρξη Θεού και ανθρώπου είναι η Εκκλησία, ο «παράδεισος της τρυφής». Αυτό ήθελε ο Θεός να πραγματοποιήσει για τον άνθρωπο από την αρχή της δημιουργίας του: Μια σχέση αγάπης και κοινωνίας του ανθρώπου με τον Θεό, μια «σκηνή του Θεού μετά των ανθρώπων», όχι βέβαια αισθητή και συνηθισμένη, σαν αυτές που εισηγήθηκε ο Πέτρος να γίνουν στο Θαβώρ, αλλά μια αλληλοπεριχώρηση Θεού και ανθρώπου. Ο Θεός να υπάρχει μέσα στον άνθρωπο και ο άνθρωπος μέσα στον Θεό. Είν’ αυτό που λαμβάνει χώρα στο Θαβώρ. Ο άνθρωπος βρίσκεται «εγγύς του Θεού», συνομιλεί με Αυτόν, όπως «ἦσαν συλλαλοῦντες μετ’ Αὐτοῦ ὁ Μωυσῆς καὶ ὁ Ἠλίας» και οι τρεις Μαθητές. Η σχέση τους με τον Χριστό είναι τόσο άμεση, τόσον οικεία και αγαπητική, ώστε μετέχουν στη δόξα του Θεού, την οποία τόσο απολαμβάνουν, ώστε ο Πέτρος να μη θέλει να εγκαταλείψει τον παράδεισο του Θαβώρ, γιατί γεύθηκε την «πηγή της θείας και αθανάτου ζωής». Η δόξα της Μεταμορφώσεως του Κυρίου λαμβάνει χώραν μέσα στην καρδιά του ανθρώπου και προχωρεί από «δόξης εις δόξαν», και από τον ένα βαθμό θεώσεως σε ανώτερο βαθμό, προς την τελείωση, που δεν έχει τέλος και είναι πάντοτε «από μέρους» (= μερική).
4. Πτώση, φθορά, θάνατος
Στην κλήση του Θεού προς τον άνθρωπο για συμμετοχή στη θεία δόξα, που είναι η σχέση αγάπης και κοινωνίας με τον Θεό, ο άνθρωπος απάντησε αρνητικά. Αρνήθηκε αυτή τη σχέση και στράφηκε στην αισθητή ανθρώπινη δόξα, που ικανοποιεί μεν τη φιλαυτία του, αλλά φθείρεται και πεθαίνει. Ο άνθρωπος ξέπεσε από τη θεία δόξα και τιμή, από την υπερηφάνειά του, όπως και ο διάβολος. Πεθύμησε να ζήσει «κατά σάρκα» για να οδηγηθεί στον θάνατο, όχι μόνο τον σωματικό και φυσικό, αλλά και αυτόν που ακολουθεί την αμαρτία, που είναι κόλαση, γιατί είναι αλλοτρίωση από τον Θεό. Η φανέρωση της δόξας του Θεού στο πρόσωπο του Κυρίου, που «έλαμψεν ως ο ήλιος», ήθελε να μας παρουσιάσει αυτό για το οποίο κλήθηκε ο άνθρωπος και απέτυχε, για να ζήσει στο σκοτάδι της φιλαυτίας του και των άλλων παθών.
5. Η είσοδος του Κυρίου στον κόσμο
Για να θεραπευθεί η ανθρώπινη φύση, να μπορέσει να επιστρέψει στην πορεία της ομοίωσής της με τον Θεό και να «εικονίσει μέσα της το κάλλος το άγιον ενώ ωμοιώθη» (=προς το οποίο ομοιώθηκε), «ἡ ἔλευσις τοῦ Κυρίου γέγονε», δηλαδή ήλθε ο Θεός στον κόσμο.
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς μιλά με πολλή σαφήνεια, για το νόημα της εορτής: «Βλέποντας ο Λόγος του Θεού τη φύση μας γυμνωμένη από τη θεία έλλαμψη και λαμπρότητα, λόγω της παραβάσεως, τη συμπόνεσε για την ασχημοσύνη της και αφού την πήρε πάνω Του, από τη μεγάλη Του ευσπλαχνία, την έδειξε πάλι πάνω στο Θαβώρ λαμπρότερη στους τρεις εκλεκτούς Μαθητές Του.
Παρουσίασε δηλαδή τι ήμασταν πριν από την πτώση, ποιοι θα είμαστε δι’ Αυτού στον μέλλοντα αιώνα, αν επιλέξουμε εδώ να ζήσουμε κατά το θέλημά Του». Και ο άγιος Μακάριος επίσης λέγει: «Ο Κύριός μας γι’ αυτό τον σκοπό ήλθε, για να αλλάξει την ανθρώπινη φύση, να τη μεταβάλει και να την καινουργήσει και να αναδημιουργήσει την ψυχή αυτή, που καταστράφηκε από τα πάθη, όταν παράκουσε στην κλήση του Θεού. Και για να την καινουργήσει, την ένωσε με τη δική Του θεότητα. Με λίγα λόγια ήλθε να κάνει καινούργιο νου, καινούργια ψυχή, καινούργια μάτια, που να ποθούν να δουν τον Θεό, καινούργια αυτιά, καινούργια γλώσσα πνευματική, με μια λέξη να κάνει καινούργιους, πνευματικούς ανθρώπους, που θα Τον πιστεύουν» (=θα τον εμπιστεύονται). Αυτή η μεταμόρφωση του ανθρώπου δεν είναι θέμα εξωτερικών τύπων και σχημάτων, συνεχίζει ο ίδιος Άγιος, αλλά η «ανακαίνιση του νου, που θα φέρεται διαρκώς προς τον Θεό, η ειρήνη των λογισμών, η αγάπη στον Θεό, ο ουράνιος έρωτας της ψυχής, με συντομία, να γίνει ο άνθρωπος «καινή κτίσις». Αυτό είναι το καινούργιο ήθος του μεταμορφωμένου ανθρώπου της Βασιλείας του Θεού. Η συμμετοχή δε στη Βασιλεία Του, είναι η θέα της δόξης Του. Είναι η θέωση του ανθρώπου στον μέλλοντα αιώνα, στα έσχατα, για να πραγματοποιηθεί ο ανθρώπινος προορισμός, «ο Θεός εν μέσω θεών», που θα περιλάμπονται με τη θεία δόξα. Τον τέλεια καινούργιο άνθρωπο της Βασιλείας του Θεού, τον θεωμένο, μας τον παρουσίασε ο Κύριος στο πρόσωπό Του στο Θαβώρ.
6. Η οδός για την πραγματοποίηση
Ο Κύριος μας υπέδειξε και την οδό της πραγματοποίησης του μεταμορφωμένου ανθρώπου. Είναι η οδός, για την οποία μιλούσαν ο Μωυσής και ο Ηλίας και «ἔλεγον τὴν ἔξοδον αὐτοῦ, ἣν ἔμελλε πληροῦν ἐν Ἱερουσαλὴμ», δηλαδή το σωτήριο πάθος και τον Σταυρό. Αυτό που ο Κύριος διψούσε, για να σωθεί ο άνθρωπος και ο Πέτρος προσπαθούσε να Τον αποτρέψει.
Η σωτηρία μας είναι διάβαση από την πτώση και τον θάνατο των αμαρτωλών παθών, στη ζωή με τον Θεό, στη διαρκή αγαπητική σχέση και κοινωνία μαζί Του, που είναι ανάσταση, φως, μεταμόρφωση, θεία δόξα. Αν αυτό δεν γίνει με το μαρτύριο του αίματος -όπως οι Μάρτυρες έκαναν τη διάβαση από τον θάνατο στη ζωή- πρέπει να γίνει με την άσκηση, για να νεκρωθούμε από τα πάθη, που κι αυτό είναι πέρασμα από τον θάνατο στο δείπνο της Βασιλείας.
Αν δεν καθαρθούμε από τα πάθη -λένε οι Πατέρες- δεν θα μπορέσουμε να δούμε ή να ακούσουμε τα θεία και ουράνια, που εμπνέει το Άγιο Πνεύμα.
7. Ο φωτισμός της καρδίας
Για να φωτισθεί η καρδιά και να ποθεί τα «ὑπὸ τοῦ Θεοῦ χαρισθέντα ἡμῖν», πρέπει να καθαρισθεί από τα σωματικά πάθη (λαιμαργία, φιληδονία, φιλοσαρκία) αλλά και από τα ψυχικά (οίησις, κενοδοξία, απιστία, κ.λπ.). Αυτό τον καθαρισμό ακολουθούν: η ειρήνη των λογισμών, η ταπείνωση, η πραότητα, η φιλαδελφία, η αγάπη. Ο φωτισμός του Αγίου Πνεύματος έρχεται, λένε οι Πατέρες, όταν γίνουμε τυφλοί, κωφοί και άλαλοι για τον κόσμο. «Καθαρότης καρδίας ἐδέξατο ἕλλαμψιν» (Ιω. Κλίμακος).
Όταν γιορτάζουμε τη Μεταμόρφωση, γιορτάζουμε τη γιορτή που δηλώνει τα έσχατα, τον μέλλοντα αιώνα. Τότε οι άξιοι, οι «κατά Θεόν ζώντες», θα βλέπουν διηνεκώς (=πάντοτε και χωρίς τέλος) αυτό που για λίγο είδαν οι Μαθητές στο Θαβώρ: Τη θεία δόξα του Χριστού. Και θα μεταμορφώνονται από «δόξης εἰς δόξαν». Από τον ένα βαθμό σε άλλο ανώτερο, προς την τελείωση, που δεν θα έχει τέλος.
Στην καθημερινή Ακολουθία των Ωρών, η Εκκλησία μας αναφέρει και το Απολυτίκιο της Μεταμορφώσεως, για να έχουμε στη μνήμη μας το θείο αυτό γεγονός, για διαρκή πόθο και έρωτα της θείας δόξης. Είθε να γίνωμε άξιοί της.
Παύλου Μουκταρούδη, Διήρχετο διά τῶν Σπορίμων, Τόμος Β΄.