του κ. Σάββα Αλεξάνδρου
Διευθυντής Μέσης Εκπαίδευσης

Στην Ορθόδοξη Πατερική Γραμματεία, οι Πατέρες της Εκκλησίας θεωρούνται ως εμπειρικοί θεολόγοι. Η θεολογία τους είναι καρπός εμπειρικής και θείας πληροφορίας και όχι νοησιαρχικής φιλοσοφικής ενασχόλησης. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος δίνοντας το στίγμα της εμπειρικής διάστασης της θεολογίας των Πατέρων παρατηρεί: «οὗτοι εἰσίν οἱ τὸ γράμμα τῆς Γραφῆς διασχόντες καί εἴσσω παρακύψαντες, ἤ τό ἀπόθετον κάλλος κατηξιώθησαν ἰδεῖν καί φωτί θείας γνώσεως κατηυγάσθησαν». Οι Θεοφόροι Πατέρες πέρασαν με τη χάρη και τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος μέσα από το γράμμα της Γραφής και έτσι κατάφεραν να φτάσουν στο πνεύμα της, γι’ αυτό άλλωστε αποτελούν και τους αλάθητους αυθεντικούς ερμηνευτές της. Από την άλλη οι Πατέρες θεωρούνται δώρο του Θεού για τους πιστούς και μέσον αναγωγής προς τη σωστή πίστη. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς λέει χαρακτηριστικά: «Ὁ Θεός τούς Πατέρας εἰς ποδηγίαν ἡμῶν ἀνήγειρεν καί σημεῖα καί τέρατα ἔδειξε δι’ αὐτῶν, ἵνα ὀρθῶς ἡμᾶς ἀνάγῃ εἰς τήν πίστιν».
Grigorios o PalamasΈνας τέτοιος λοιπόν εμπειρικός θεολόγος, ένα τέτοιο σκεύος εκλογής της θείας χάριτος υπήρξε και ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Ο βιογράφος του, ο άγιος Φιλόθεος ο Κόκκινος, υποστηρίζει πως: «οὗτος τά διά μακρᾶς πείρας ἐγνωσμένα συνῆψε καί οἰωνεί διηλεύκανε ἅπερ ἐκεῖνοι κεφαλαιωδῶς καί κατά σύνοψιν εἶπον». Ουσιαστικά με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος συστηματοποίησε τη διδασκαλία περί του προσώπου του Θεού. Συγκεκριμένα εισήγαγε τη θεολογία της διπλόης περί του προσώπου του Θεού. Δηλαδή τόνισε πως ο Θεός ως ουσία είναι απόλυτα αμέθεκτος και υπερβατικός, ενώ οι θείες άκτιστες ενέργειές Του που κατέρχονται προς τον κόσμο είναι μεθεκτές και θεώνουν το ανθρώπινο πρόσωπο. Θα πει στο περισπούδαστο έργο του «Περί ενώσεως και διακρίσεως». «Ἡ οὖν θεία ἄκτιστος ἐνέργεια ἐκ τῆς θείας ἀκτίστου οὐσίας ἐστίν, ταύτης δέ μή χωριζομένη κάτεισιν θεοπρεπῶς πρὸς τά κτίσματα καί ἐκ τούτων γινώσκεται, ἡ δέ οὐσία ἡ ταύτης αἰτία, πάντη ἀκοινώνητος ἐστίν». Ο Θεός που προβάλλει ο μεγάλος αυτός Πατέρας της Εκκλησίας μας δεν είναι ο Θεός των φιλοσόφων, ο απρόσιτος και αμέθεκτος. Είναι το πρόσωπο που κοινωνεί διά των ακτίστων ενεργειών του με τα πλάσματά του. Ο εμπειρικός αυτός θεολόγος της Εκκλησίας μας ουσιαστικά διακηρύττει πως ένας ορθόδοξος αρκεί να θέλει να καταλαμφθή από τις θεοποιές άκτιστες ενέργειες, που μόνιμα εκπέμπει ο Θεός, για να θεωθεί ολόκληρος ψυχή τε και σώματι. Εννοείται πως αυτό θα το καταφέρει διά της καθάρσεως από τα πάθη και της αποκτήσεως της ταπεινώσεως. Ο ίδιος στον περίφημο αγιορείτικο τόμο του, συνδέει την πραγματικότητα της αγιότητας με τη θεολογία του περί διακρίσεως του Θεού ως ουσίας και των θείων ακτίστων ενεργειών. Υπηχώντας τη θέση του αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου πως «θέωσις ἐστίν ἡ πρός τόν Θεόν ἀφομοίωσις καί ἕνωσις», θα διακηρύξει «ἅγιοι εἰσίν οἱ διά ἄκραν καθαρότητα τῆς καρδίας ἰδόντες καί παθόντες τήν τοῦ Θεοῦ λαμπρότητα». Μέσα σε αυτό το πνεύμα θα δώσει και τη δική του θεολογική ερμηνεία στην έννοια της αρετής: «Ἀρετή ἐστίν Θεοῦ μίμησις πρός θείαν ἕνωσιν». Η αρετή στην ορθοδοξία δεν έχει ηθικιστική χροιά, αλλά στοχεύει στην ένωση του ανθρώπου με τις θείες άκτιστες ενέργειες, γι’ αυτό και ο ίδιος εμφαντικά θα επισημάνει «ὑπέρ φύσιν ἀρετήν τέ καί γνῶσιν ἡ τῆς θεώσεως χάρις ἐστι». Ο Θεός λοιπόν διά των ακτίστων ενεργειών Του είναι παρών μέσα στο ιστορικό και κοινωνικό γίγνεσθαι της ανθρώπινης ιστορίας. Το αντίθετο η Δύση διά του Βαρλαάμ, απορρίπτοντας τη Θεολογία της διπλόης περί του Θεού, κατά την οποία ο Θεός είναι γνωστός και άγνωστος, ληπτός και άληπτος, βιώνει την απουσία του Θεού από τη ζωή των πιστών. Αυτό οδηγεί στον φιλοσοφικό αγνωστικισμό και στην πνευματική φτώχεια της δύσης, που θεωρεί τον Θεό ως actus purus, δηλαδή ως ον ηθικό, απόμακρο από τον άνθρωπο. Ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς αντικρούοντας τον Βαρλαάμ, που απέρριπτε τον όρο της διπλόης στη θεότητα, διατείνεται: «ἀνάξιος ὄντως πᾶς λόγος περί Θεοῦ, ἐάν οὗτος γυμνήν καί ἔρημον αὐτοῦ περιορᾶ τήν κτίσιν». Θα πρέπει να τονιστεί πως στη Θεολογία του η κάθαρση από τα πάθη οδηγεί τον άνθρωπο στη βίωση και εμπειρία του θείου ακτίστου φωτός. Αυτή ακριβώς η βίωση αποτελεί τη δυνατότερη και πειστικότερη απόδειξη περί της υπάρξεως του Θεού. «Ἴσασιν οἱ κεκαθαρμένοι τῇ καρδίᾳ διά τοῦ τεκμηρίου τῆς ἐγγινομένης ἐν ἑαυτοῖς νοερᾶς φωτοφανείας ὅτι ἔστι Θεός καί οἷον φῶς ἐστίν μᾶλλον δέ καί πηγή φωτός νοεροῦ τε καί ἀΰλου». Ο άνθρωπος της άσκησης και της νήψης βιώνει ουράνιες πνευματικές καταστάσεις και δεν χρειάζεται τα δεκανίκια της Αριστοτελικής φιλοσοφίας, πράγμα που πράττει ο Βαρλαάμ, για να πεισθεί για την ύπαρξη του Θεού και ευρύτερα του ουράνιου πνευματικού κόσμου. Είναι χαρακτηριστικό αυτό που αναφέρει ο βιογράφος του ιερού πατρός, ο άγιος Φιλόθεος ο Κόκκινος. Όταν ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς έρχεται στο Άγιον Όρος αποδυόμενος σε έντονους ασκητικούς αγώνες και θερμή προσευχή λέει χαρακτηριστικά: «φώτισόν μου τό σκότος, φώτισόν μου τό σκότος» και συνεχίζοντας μας παραθέτει τα ακόλουθα. «Ἠρεμοῦντι δέ κατά μόνας καί ἑαυτῷ καί Θεῷ, καθησυχίαν προσέχοντι, θεῖος τίς ἀνήρ ὅπερ οὐκ ὄναρ θεοπρεπῶς ἄφνω πρό ὀφθαλμῶν ἵσταται ὁ τῶν εὐαγγελιστῶν κορυφαῖος ὁ Ἰωάννης». Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς είχε εμπειρία της παρουσίας του Ευαγγελιστή Ιωάννη και συνάμα υπόσχεση πως η Κυρία Θεοτόκος «αὕτη βοηθός σοί ἔσεται καί πάλιν καί νῦν τῷ παρόντι χαριέντως καί ἡδέως καί τῷ μέλλοντι». Έτσι λοιπόν ο ιερός πατήρ γίνεται διαχρονικά ο δάσκαλος της νήψης, της άσκησης και της εμπειρίας. Σε κάθε εποχή διακηρύττει πως «χωρίς προσωπική σχέση με τον Θεό είναι αδύνατο να βιώσει κάποιος το Θαβώριο φως, δηλαδή το φως της Μεταμορφώσεως. Είναι αδύνατο να είναι κάποιος θεολόγος και να μην είναι θεόπτης. Διότι πέραν της αληθείας των δογμάτων υπάρχει η αληθής χάρις».
Αυτή τη χάρη καλούμαστε να οικειοποιηθούμε και εμείς, μετέχοντας στη λειτουργική, μυστηριακή και ασκητική ζωή της Εκκλησίας. Έτσι πραγμάτωσαν στη ζωή τους τη θέωση οι Άγιοι. Εφάρμοσαν τη θέση του ιερού πατρός, που αφορούσε στην απόλυτη αληθινή γνώση, που ταυτίζεται με τη βίωση και εμπειρία του θείου άκτιστου φωτός. «Η φωτιά όταν καλυφθεί με αδιαφανή ύλη, δύναται μόνον να θερμάνει, αλλά όχι και να φωτίζει». Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τον νου. Όταν επάνω του έχει το σκοτεινό κάλυμμα των πονηρών παθών δύναται μεν να παρέχει γνώση, όχι όμως και φως. Το φως βιώνει μόνο ο κεκαθαρμένος από τα πάθη νους.

(Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “Παράκληση. Περιοδική
Ἔκδοση Ἱερᾶς Μητροπόλεως Λεμεσοῦ”, τεῦχος 88)