τοῦ Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Λεμεσοῦ κ. Ἀθανασίου

Ἡ Ἐκκλησία μας, μέσα στό σκοτάδι τῶν πολλῶν καί ποικίλων θλίψεων πού ὑπάρχουν σ᾽ ὅλο τόν κόσμο, προβάλλει τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, τή μητέρα μας, τή μητέρα τοῦ Χριστοῦ καί μητέρα ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ἡ ὁποία ἀνάμεσα στίς πολλές καί ἄπειρες ὀνομασίες πού ἔχει, ὀνομάζεται καί ἐλπίς τῶν ἀπηλπισμένων, εἶναι ἡ ἐλπίδα αὐτῶν πού δέν ἔχουν ἐλπίδα. Δηλαδή, ὅσο πιό δύσκολα εἶναι τά πράγματα κι ὅσο πιό ζοφερά εἶναι τά γύρω μας δεδομένα κι ὅσο πιό σκοτεινός εἶναι ὁ ὁρίζοντας πού εἶναι μπροστά μας, ἡ Παναγία μας τόσο πιό πολύ φαίνεται ἐλπίδα καί φῶς. «Φωτοδόχον λαμπάδα τοῖς ἐν σκότει φανεῖσαν, ὁρῶμεν τήν ἁγίαν Παρθένον». Εἶναι δηλαδή σάν μία λαμπάδα μεσ᾽ στό σκοτάδι πού φαίνεται ἀπό χιλιάδες μέτρα μακριά, γιατί ἔτσι εἶναι τό φῶς, φωτίζει τό σκότος. Καί πράγματι, ἐάν ἔχουμε τήν Παναγία μας, δέν ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό ἄλλη ἐλπίδα. Μᾶς εἶναι ἀρκετή αὐτή, ἡ ὁποία εἶναι ἡ ἐλπίδα τῶν ἀπηλπισμένων. Κι ὅσο πιό πολύ δυσκολεύουν τά πράγματα, τόσο πιό πολύ ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος εἶναι κοντά μας καί μᾶς περιθάλπει καί μᾶς περισκέπει. Γι’ αὐτό δέν μποροῦμε νά ἀπελπιστοῦμε ἔχοντας τέτοια μητέρα καί τέτοια ἐλπίδα στή ζωή μας. Φτάνει νά ἀξιοποιήσουμε αὐτό τό δῶρο, πού μᾶς ἔδωσε ὁ Χριστός, τή μητέρα Του, νά εἶναι ἡ καταφυγή μας, ἡ προστασία μας, ἡ κηδεμόνας μας.
Καί ὄντως, νομίζω ὅτι δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος στόν κόσμο αὐτό, Χριστιανός Ὀρθόδοξος τουλάχιστον, πού νά μήν ἐπικαλεῖται τήν Παναγία κάθε μέρα. Ἀκόμα κι οἱ ἄνθρωποι πού λένε ὅτι εἶναι ἄθεοι, ὅταν δυσκολευτοῦν λένε «Παναγία μου». Ἔστω κι ἄν δέν τό καταλαβαίνουν, ἔστω κι ἄν δέν τό πιστεύουν, τό λένε. Καί αὐτή, ὡς μητέρα πού εἶναι, παραβλέπει τίς ἀνοησίες τοῦ μυαλοῦ μας καί βλέπει τή φωνή τῆς καρδιᾶς μας καί μᾶς ἀκούει καί ἔρχεται κοντά μας καί μᾶς σκεπάζει.

koimisis theotokou2 mἩ Παναγία μητέρα μας εἶναι γλυκιά παρηγοριά, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Παΐσιος. Κι εἶναι γλυκιά παρηγοριά κάθε ἑνός ἀνθρώπου πού ἔχει ἀνάγκη. Σέ κάθ᾽ ἕνα ἡ Παναγία εἶναι δίπλα του καί κανένας δέν τήν ἐπικαλέστηκε καί δέν πῆρε τή βοήθειά της.
Ἀναφέρει στήν αὐτοβιογραφία του ὁ ἅγιος Νεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος, πού ἔζησε τόν 12ο αἰ. στήν Κύπρο, τό γεγονός πού τοῦ συνέβη, ὅταν λάξευε τήν «ἀνωτέρα Σιών», τό ἀσκητήριό του, πού εἶναι πάνω ἀπό τήν ἁγία ἐγκλείστρα πού ἐπισκεπτόμαστε σήμερα. Ὅταν σκάλιζε ἐκεῖνο τόν γκρεμό πού ἦταν πενήντα πήχεις βάθος, ξεκόλλησε ἕνας βράχος, ἔπεσε πάνω του καί τόν ἔριξε στόν γκρεμό. Πρίν ἐκσφενδονιστεῖ στόν γκρεμό, ὁ ἅγιος φώναξε, «Δέσποινα βοήθησον». Παναγία μου βοήθα με. Καί γράφει μετά: «τό κατεπεῖγον τῆς ἀνάγκης δέν μέ ἄφησε νά φωνάξω πρῶτα, Δέσποτα βοήθησον, Χριστέ μου βοήθα με, ἀλλά μοῦ ἦρθε αὐθόρμητα, Παναγία μου βοήθα μέ». Καί αὐτό δέν εἶναι παράξενο καί παράδοξο, διότι ὁ Δεσπότης Χριστός μᾶς ἔδωσε τή Δέσποινα Θεοτόκο, τήν Κυρία Θεοτόκο, τή μητέρα Του, ὡς καταφυγή καί προστασία καί βοήθειά μας.
Εἶναι καλό νά γνωρίζουμε τή ζωή τῆς Παναγίας. Δέν ἔχουμε βέβαια πολλά στοιχεῖα γι᾽ αὐτή. Τόσα ἔχουμε, ὅσα μᾶς χρειάζονται. Ὅσα χρειάζονται γιά τή σωτηρία μας. Ξέρουμε ὅτι ἡ Παναγία μας γεννήθηκε ἀπό γονεῖς μεγάλους στήν ἡλικία, τόν Ἰωακείμ καί τήν Ἄννα ὡς καρπός πολλῆς καί μεγάλης καί πολυετοῦς προσευχῆς, στά βαθιά γεράματά τους, μέ τρόπο φυσικό, ὅπως γεννιῶνται ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Ἀλλά ἦταν καρπός προσευχῆς, γιατί οἱ γονεῖς της ἦταν ἅγιοι γονεῖς καί ὡς αἴτημα προσευχῆς ἦρθε ἡ Παναγία στόν κόσμο. Ὅλη ἡ ἱστορία τοῦ Ἰσραήλ μέ τόν Θεό, ἔγινε ἀκριβῶς λόγω τῆς Παναγίας. Γιατί ἡ Παναγία μας, αὐτή ἡ γυναίκα, ἡ ὁποία θά ἦταν ἡ μόνη ἄξια γυναίκα νά γεννήσει τόν Θεό στόν κόσμο, θά ἦταν αὐτή ἐκ τῆς φυλῆς τῶν Ἑβραίων. Ἀπό τριῶν χρονῶν, ἡ Παναγία μας ἀφιερώθηκε στόν ναό τοῦ Σολομῶντα. Ἔζησε ἐκεῖ μέχρι 12-13 χρόνων, μέ προσευχή, ἡσυχία καί ἀπομάκρυνση ἀπ’ ὅλα τά βλαβερά τοῦ κόσμου τούτου. Μετά ἐδόθη ὡς προστατευομένη στόν Ἰωσήφ τόν μνήστορα, ὁ ὁποῖος ἦταν ἐξάδελφός της, μεγάλος στήν ἡλικία καί χῆρος - γιατί εἶχε ἀποθάνει ἡ σύζυγός του. Εἶχε δικά του παιδιά, τά ὁποῖα ἀναφέρονται στή συνέχεια, ὡς ἀδελφοί τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ὁ Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος καί ὁ Ἰούδας ὁ Ἀδελφόθεος.
Ἡ Παναγία Θεοτόκος λοιπόν ἔλαβε τή χάρι ἀπό τόν Θεό, λόγω τῆς μεγάλης καθαρότητός της, νά εἶναι ἀναμάρτητος κατά χάριν. Δέν ἦταν κατά φύσιν ἀναμάρτητος, ὅπως ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, ἀλλά κατά χάριν. Καί ἦταν τόσο καθαρή ἡ καρδία της, ὥστε ὅπως οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς παρέδωσαν καί μᾶς ἑρμηνεύουν, οὐδέποτε συνέλαβε κἄν στή διάνοιά της, οὔτε ἁμαρτωλό λογισμό. Τόση καθαρότητα εἶχε! Ἀπό τήν ὥρα δέ πού ἐδέχθη νά κυοφορήσει τόν Χριστό καί ὁ Κύριός μας ἔγινε ἄνθρωπος μέσα στήν κοιλία της, αὐτή ἔλαβε κατά χάριν τήν ἀναμαρτησία καί πορεύθηκε μέ αὐτό τόν τρόπο τόν ὑπόλοιπο δρόμο τῆς ζωῆς της.
Ὅταν πῆρε τόν Χριστό στόν ναό τοῦ Σολομῶντος, ὅπως συνήθιζαν οἱ Ἑβραῖοι, καί παρέλαβε τόν Χριστό ὁ Συμεών ὁ Θεοδόχος, ὁ ὁποῖος ἦταν ἐκεῖ καθοδηγούμενος ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, καί μέ τό προφητικό χάρισμα πού εἶχε, τῆς εἶπε ὅτι, «τό παιδί αὐτό θά γίνει αἰτία ἀνάστασης καί πτώσης πολλῶν ἀνθρώπων. Αὐτός θά γίνει ἡ σωτηρία τοῦ λαοῦ τοῦ Ἰσραήλ καί ὅλου τοῦ κόσμου. Ἐσένα ὅμως», ἀπευθυνόμενος στήν Παναγία, «τήν ψυχή σου θά τήν διέλθει ρομφαία. Σοῦ δέ τήν ψυχήν διελεύσεται ρομφαία». Τί εἶναι ἡ ρομφαία; Εἶναι ἕνα μαχαίρι δίστομο, πού κόβει κι ἀπό τίς δυό πλευρές, ἕνα μεγάλο σπαθί. Δέν τῆς εἶπε οὔτε μπράβο, οὔτε συγχαρητήρια, οὔτε ὅ,τι λέμε συνήθως στή γέννηση ἑνός παιδιοῦ. Τό Πνεῦμα τό Ἅγιο τῆς εἶπε, μέσω τοῦ ἱερέως Συμεών, ὅτι τήν ψυχή της θά τήν περάσει μεγάλη ρομφαία.
Ἡ Παναγία μας δέν πέρασε τή ζωή της μέσα σέ χαρές καί ἀπολαύσεις, ἀλλά μέσα σέ ἀγῶνες καί προπάντων μέσα σέ μεγάλες θλίψεις, οἱ ὁποῖες ἀποκορυφώθηκαν στή Σταύρωση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὡς μητέρα δέχθηκε ὅλο τόν πόνο καί ὅλη τήν πίκρα πού γεύεται μία μητέρα, ὅταν χάνει τό παιδί της, καί μάλιστα σέ τέτοιο σημεῖο, ὥστε οἱ Πατέρες μᾶς παρέδωσαν ὅτι οὐδέποτε, κανένας ἄνθρωπος δέν θά λυπηθεῖ περισσότερο ἀπό τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Γιά ποιό λόγο; Σίγουρα πολλές μητέρες, δυστυχῶς, ἔχασαν παιδιά. Καί ἕνα καί δυό καί περισσότερα ἴσως καί δοκίμασαν πολλά πικρά ποτήρια στή ζωή τους, ἀλλά τήν εὐαισθησία, τήν καθαρότητα, τήν ἁγνότητα, τή λεπτότητα τῆς καρδίας τῆς Θεοτόκου, κανένας ἄνθρωπος, οὔτε ἄνδρας οὔτε γυναίκα, μπορεῖ νά φθάσει. Καί ὁ πόνος, ὅπως ξέρετε, δέν εἶναι ἀναλόγως τοῦ μεγέθους του, ἀλλά τό πῶς αἰσθάνεται κάποιος τά διάφορα γεγονότα, πού συμβαίνουν γύρω του. Καί ἔτσι, ἡ Παναγία, λόγω του ὅτι εἶχε τήν πιό καθαρή ψυχή, τήν πιό εὐαίσθητη καρδιά, τήν πιό καθαρή διάνοια, δοκίμασε τόν πόνο τόσο πολύ, ὅσο κανένας ἄλλος ἄνθρωπος σ’ αὐτό τόν κόσμο. Καί αὐτό γιά νά μπορεῖ στή συνέχεια νά μᾶς καταλαβαίνει, νά μᾶς συμπαρίσταται καί νά εἶναι μαζί μας.
Ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία ὁλοκληρώθηκε μέ τό μυστήριο τῆς Πεντηκοστῆς καί ἡ Παναγία μας ἦταν παροῦσα στό μυστήριο τῆς Πεντηκοστῆς, τῆς καθόδου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, παρέμεινε στά Ἱεροσόλυμα παρηγορώντας καί στηρίζοντας τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Κατά τήν παράδοση, πέρασε κι ἀπό τήν Κύπρο. Ἦλθε καί συνάντησε τόν ἅγιο Λάζαρο, ὅταν πήγαινε ἀπό τά Ἱεροσόλυμα στό Ἅγιον Ὄρος καί τό ὁποῖο ἐπέλεξε νά εἶναι τόπος δικός της, ὅπως εἶναι μέχρι σήμερα.
Τό συγκινητικό ὅμως εἶναι οἱ τελευταῖες μέρες τῆς Παναγίας. Μᾶς παραδίδει ἡ ἱερά ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅτι ἡ Παναγία μας περνοῦσε τή ζωή της καθημερινά μέ πολλές προσευχές, νηστεῖες, ἀγρυπνίες καί μέ δεήσεις. Πῆγε στό Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, ὅπως συνήθιζε νά κάνει καί νά προσεύχεται ἐκεῖ πού κι ὁ Κύριός μας προσευχόταν. Ἐκεῖ ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριήλ, ὁ ὁποῖος τῆς εὐαγγελίσθηκε τή σάρκωση τοῦ Θεοῦ-Λόγου, τῆς ἀποκάλυψε ὅτι σέ λίγες μέρες θά ἀπέλθει ἀπ’ αὐτό τόν κόσμο. Πῆγε τότε στό σπίτι της κι ἑτοιμάστηκε. Τακτοποίησε τό σπίτι, τό καθάρισε, ὅπως κάνουν ὅλες οἱ καλές νοικοκυρές, καί προσευχόταν ἀδιαλείπτως ἐπικαλούμενη τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ σέ ὅλο τόν κόσμο. Μάλιστα δέ, λέγει μία ὡραία λεπτομέρεια, ὅτι ἡ Παναγία μας ἔκανε ἑκατοντάδες γονυκλισίες, ὅπως ἔκαναν οἱ γιαγιάδες κι οἱ παπποῦδες μας παλαιότερα καί προσκυνοῦσε τόν Θεό προσευχομένη. Μάλιστα λέγει ἡ παράδοση ἀπό τίς γονυκλισίες πού ἔκανε ἡ Παναγία εἶχαν σκαφτεῖ ἀκόμη καί τά μάρμαρα.
Ἐκεῖ, προσευχομένη ἑτοίμασε τόν ἑαυτό της καί τή νεκρική κράββατο, ἄναψε λαμπάδες, ξάπλωσε στό κρεββάτι, εὐτρέπισε τόν ἑαυτό της καί παρέδωσε τό πνεῦμα της στόν Υἱό καί Θεό της, ὁ ὁποῖος ἦρθε ὁ Ἴδιος προσωπικῶς νά παραλάβει τή μακαρία ψυχή της, συνοδευόμενος ἀπό πλῆθος ἁγίων Ἀγγέλων. Τότε ἔγινε καί τό μέγα καί θαυμαστό γεγονός, ὅτι δηλαδή ἦλθαν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, ὁ καθένας ἀπό κεῖ πού ἦταν, μέ τή χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί παρέστησαν ὅλοι στήν ἐξόδιο ἀκολουθία της, ἡ ὁποία στή συνέχεια ἐτάφη στή Γεσθημανῆ.
Τήν τρίτη μέρα ἀναστήθηκε, μέ τρόπο θαυμαστό καί ὑπερφυσικό κι ἀνελήφθη στόν οὐρανό, γι’ αὐτό καί δέν ἔχουμε τό σῶμα της, δέν ἔχουμε λείψανα τῆς Παναγίας. Τί ἔχουμε ἀπό τήν Παναγία μας; Εἴχαμε τό μαφόριό της καί τήν ἁγία ζώνη. Τό μαφόριο εἶναι αὐτό πού φοράει στό κεφάλι της. Ἄν δεῖτε τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας, τό μεγάλο κάλυμμα πού φοράει ἀπό πάνω εἶναι τό ὠμοφόριο. Ἄρχιζε ἀπό τό κεφάλι, κατέβαινε στούς ὤμους καί τούς σκέπαζε.
Ἔχουμε καί τήν ἁγία ζώνη. Φοροῦσαν ζώνη πάντοτε οἱ γυναῖκες τότε, πού συνήθως τήν ὕφαιναν οἱ ἴδιες. Ἡ ζώνη συμβόλιζε καί εἰκόνιζε τή σωφροσύνη, τήν ἁγνότητα, τήν καθαρότητα, καί τή δύναμη τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο. Τό μαφόριο καί ἡ ἁγία ζώνη τῆς Παναγίας ὑπῆρχαν στήν Κωνσταντινούπολη. Τά ἔδωσε ἡ Παναγία στόν Ἀπόστολο Θωμᾶ πρίν τή μετάστασή της. Ἡ ἁγία ζώνη ὑπάρχει μέχρι σήμερα στήν Ι.Μ. Βατοπαιδίου στό Ἅγιον Ὄρος. Ὑπάρχουν τρία μεγάλα τεμάχια τῆς ἁγίας ζώνης τῆς Παναγίας, πού μπορεῖ κανείς νά προσκυνήσει. Τό μαφόριο ἔχει χαθεῖ στό πέρασμα τῶν αἰώνων. Δέν ἔχουμε στοιχεῖα ἄν ὑπάρχει, καί ποῦ βρίσκεται. Μᾶλλον πουθενά δέν ὑπάρχει.
Ἔτσι ἔχουμε ἀπό τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό τό τίμιο ξύλο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, καί ἀπό τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο τήν ἁγία της ζώνη. Γίνονται πάρα πολλά θαύματα καί πάρα πολλές ἐμφανίσεις τῆς Παναγίας μας στό πέρασμα τῶν αἰώνων. Θά μπορούσαμε νά ποῦμε πολλές ἱστορίες, θά πῶ ὅμως δυότρία περιστατικά μόνο, τά ὁποῖα μοῦ φαίνονται ὅτι εἶναι πιό ἁπλά καί πιό εὔκολα τυπωμένα στό μυαλό μας.
Θά σᾶς πῶ πρῶτα ἕνα γεγονός, τό ὁποῖο βίωσα κι ἐγώ ὁ ἴδιος. Ὅταν ἤμουν στή Μονή Μαχαιρᾶ ἡγούμενος, ἦρθε ἕνας ἄνθρωπος ἀπό μία παραλιακή πόλη τῆς Κύπρου. Δέν θά τήν πῶ ποιά εἶναι, γιατί ὁ ἄνθρωπος ζεῖ ἀκόμα καί δέν θά ἤθελα νά γνωστοποιήσω τό ὄνομά του. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος ἤθελε νά μέ συναντήσει γιά νά ἐξομολογηθεῖ. Ἤθελε νά ἔρθει εἰδικά σέ μένα, καί θά σᾶς πῶ τόν λόγο. Ἦρθε λοιπόν καί μοῦ διηγήθηκε ἕνα θαυμαστό γεγονός. Αὐτός ἦταν ἕνας πολύ ζωηρός ἄνθρωπος, νέος στήν ἡλικία 37-38 χρόνων, ὄχι ἄθεος ἀλλά ἀδιάφορος. Ἦταν καί λίγο εἴρωνας καί εἰρωνευόταν τούς ἀνθρώπους τῆς Ἐκκλησίας. Εἶχε μία γειτόνισσα, ἡ ὁποία δέν ξέρω πῶς, ἄκουγε κάποιες ὁμιλίες μου καί τοῦ ἔλεγε συνέχεια «ὁ π. Ἀθανάσιος εἶπε ἔτσι κι ἔτσι» καί τήν κοροΐδευε, Ἀθανασία τήν ἔλεγε. «Ἐσεῖς οἱ Ἀθανασίες ὅλο ἀπ’ αὐτά λέτε», τῆς ἔλεγε. Ἀναφερόμενος σέ μένα βέβαια.
panagia podithouΜία φορά τοῦ πῆρε ἕνα ἀπ’ αὐτά τά μπρελόκ, πού βάζουμε τά κλειδιά πάνω. Γέλασε μόλις τό ἔπιασε, γιατί εἶχε τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας πάνω. Τῆς λέει: «Ὁ Ἀθανάσιος σοῦ τό ἔδωσε αὐτό;» Τοῦ λέει: «πάρ’ το καί βάλε τά κλειδιά σου». Πράγματι, ἐκείνη τή μέρα εἶχε σπάσει τό δικό του καί τό πῆρε καί ἔβαλε τά κλειδιά του πάνω. Ἦταν ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας μπροστά καί πίσω ἔγραφε «φύλαξόν με ὑπό τήν σκέπη σου». Δέν ἔδωσε καμμιά σημασία, τό ἔβαλε στήν τσέπη τοῦ παντελονιοῦ του, ἀλλά τοῦ κόλλησε μέσ᾽ στόν νοῦ αὐτή ἡ φράση «φύλαξόν με ὑπό τήν σκέπη σου».
Τό ἀπόγευμα πῆγε ψάρεμα μαζί μέ ἕνα φίλο του καί τό παιδί του. Ἀνοίχθηκαν στή θάλασσα κι ἐκεῖ ἄρχισε ἡ περιπέτεια. Ἦταν Μάρτιος μήνας, καλός καιρός, ἀλλά δυστυχῶς ἐνῶ βρίσκονταν ἀνοικτά στή θάλασσα, κατάλαβαν ὅτι ἡ βάρκα εἶχε μία ρωγμή καί ἔβαζε νερά. Κι ἀποφάσισαν νά γυρίσουν πίσω. Πῆγαν νά τραβήξουν τό σχοινί νά ξεκινήσει ἡ μηχανή, ἀλλά δέν δούλευε. Λέει, τότε, νά πάρουμε τηλέφωνο νά ᾽ρθοῦν νά μᾶς βοηθήσουν. Πάει νά πάρει τό τηλέφωνό του, τοῦ γλιστράει καί πέφτει στή θάλασσα. Καταλαβαίνετε τόν πανικό πού ἔπαθε ὁ ἄνθρωπος. Ἔπεσε τό τηλέφωνό του στή θάλασσα, ἄρχισε νά σκοτεινιάζει, ἡ βάρκα γέμισε νερά κι ἄρχισε νά βουλιάζει. Μήν τά πολυλογοῦμε, μία φρικιαστική κατάσταση. Ἄρχισαν νά παλεύουν μέσα στή θάλασσα, στά κύματα, καί νά εἶναι μόνοι τους μέσ᾽ στό σκοτάδι τῆς θάλασσας, στά παγωμένα νερά. Δυστυχῶς, πνίγηκε ὁ σύντροφός του, καί στή συνέχεια καί τό παιδάκι του. Αὐτός πάλευε μόνος του κρατώντας τό παιδί του στά χέρια του, τουλάχιστον νά τό βγάλει ἔξω. Δέν μποροῦσε νά κάνει ὅμως τίποτα. Συνεχῶς ἐρχόταν μέσα στόν νοῦ του, στήν καρδιά του, αὐτή ἡ προσευχή: «φύλαξόν με ὑπό τήν σκέπη σου». Λεγόταν συνέχεια μέσα του καί εἶδε τότε ἕνα φῶς στή θάλασσα, πού τόν ἔπιασε ἀπό τό χέρι καί τόν τραβοῦσε μέχρι πού τόν ἔβγαλε σιγά σιγά πρός τά ἔξω.
Πέρασαν σχεδόν ἔτσι ὅλη τή νύχτα. Τό πρωί, γύρω στίς πέντε, μία βάρκα τούς ἐντόπισε. Πῆρε αὐτόν, μάζεψε καί τό λείψανο τοῦ κεκοιμημένου συντρόφου καί τοῦ παιδιοῦ του καί τούς ἔβγαλαν ἔξω. Ἦρθε μετά προσκύνησε τήν Παναγία στόν Μαχαιρᾶ καί μοῦ εἶπε μέ δάκρυα τό γεγονός αὐτό τῆς προστασίας τῆς Παναγίας μας, πού ἦταν μαζί του ὅλη τή νύχτα, καί τήν ἐπικαλεῖτο καί ἔλεγε, «φύλαξόν με ὑπό τήν σκέπη σου». Αὐτά πού ἐμεῖς τά θεωροῦμε πολύ μηδαμινά πράγματα, εἶναι ὅμως σημαντικά γιά τόν Θεό πού θέλει νά σώσει τόν ἄνθρωπο.
Ἕνα δεύτερο γεγονός πού φανερώνει τήν παρουσία καί βοήθεια τῆς Παναγίας, καί τό ὁποῖο βίωσα κι ἐγώ, εἶναι τό ἑξῆς: Πρίν μερικά χρόνια, κάναμε κουρά μιᾶς μοναχῆς σ’ ἕνα μοναστήρι. Ἦταν μία γιαγιά, ἡ ὁποία εἶχε ἕνα παιδί μοναχό στό Ἅγιον Ὄρος καί δέν εἶδε τό παιδί της ἀπό τότε πού πῆγε. Ἦταν πολύ καλός μοναχός, ἅγιος κατ’ ἐμένα μοναχός, τέλειος μοναχός, ὁ πατήρ Ἰωαννίκιος, πού ἦταν στή μονή Διονυσίου. Πολύ σπουδαῖος μοναχός, πολύ χαριτωμένος, ὁ ὁποῖος ἦρθε στήν Κύπρο μόνο μία φορά ἀπό τότε πού πῆγε στό Ἅγιον Ὄρος, συνοδεύοντας ὡς Πρωτεπιστάτης τήν εἰκόνα τοῦ «Ἄξιόν ἐστι».
Ἡ μητέρα του ἐξομολογεῖτο κοντά μου κι ἤθελε νά γίνει μοναχή, μέ προτροπή τοῦ γιοῦ της βέβαια. Πολύ καλή καί εὐλαβής γυναίκα. Τήν ὥρα πού κάναμε τή χειροτονία, τήν ἀκολουθία τῆς μοναχικῆς κουρᾶς, στεκόταν στήν Ὡραία Πύλη ἡ γιαγιά αὐτή, καί δίπλα ἡ Γερόντισσα, ἡ Ἡγουμένη τῆς μονῆς. Μπροστά ἀπό τήν Ὡραία Πύλη ἐγώ, πού ἔκανα τήν ἀκολουθία τοῦ μυστηρίου τῆς κουρᾶς.
Ἔβλεπα ὅτι ἡ γιαγιά κοιτοῦσε συνέχεια ἀπό τήν ἄλλη πλευρά. Κάτι ἔβλεπε. Ἔλεγα μέσα μου «μά τί κοιτάζει ἡ γιαγιά τώρα; Ἀντί νά κοιτάζει ἐδῶ πού κάνουμε τό μυστήριο, βλέπει δεξιά-ἀριστερά; Θέλει κάτι; Ψάχνει κάτι; Τί ἔπαθε ἡ γιαγιά τώρα; Θέλει νά καθήσει; Ἀρρώστησε; Κουράστηκε;». Ἀλλά δέν μποροῦσα νά σταματήσω καί τήν ἀκολουθία.
Τελείωσε ἡ κουρά καί μόλις χαιρέτησε κι ὁ κόσμος μοῦ λέει ἡ γιαγιά: «Γέροντα, θέλω νά σοῦ πῶ κάτι». Λέω: «Τί συμβαίνει; Τί θέλεις; Τί ἔχεις;». Μοῦ λέει: «Δίπλα μου ποιά ἦταν;» Τῆς λέω: «Ἡ Γερόντισσα, ἡ Ἡγουμένη». «Ὄχι, ἡ Ἡγουμένη. Ξέρω τήν Ἡγουμένη, ἀφοῦ εἴμαστε ἐδῶ στό μοναστήρι. Δίπλα μου ἦταν μία ἄλλη μοναχή. Φοροῦσε μπλέ ροῦχα καί στεκόταν δίπλα». «Δέν εἶχε καμμιά δίπλα σου». Μοῦ λέει τότε: «Γέροντα, ἦταν μία δίπλα μου καί ὅταν ἄρχισε ἡ κουρά μοῦ μπῆκε ὁ λογισμός καί ἔλεγα, ἄραγε τί ὄνομα θά μοῦ δώσει ἡ Γερόντισσα;». Δέν ξέρουν τί ὄνομα θά πάρουν οἱ μοναχοί ἀπό πρίν, ἀλλά τό ἀκοῦν ἐκείνη τήν ὥρα. «Δίπλα μου αὐτή ἡ γυναίκα, μοῦ εἶπε: Ἐσύ μοῦ ἔδωσες τόν γιό σου κι ἐγώ θά σοῦ δώσω τό ὄνομά μου. Ἐκείνη τήν ὥρα εἶπε ἡ Γερόντισσα Μαριάμ, κι ἐσύ εἶπες Μαριάμ, κι ἔλαβα τό ὄνομα Μαριάμ μοναχή. Ἦταν δίπλα μου σ’ ὅλη τήν κουρά καί μοῦ φοροῦσε τά ροῦχα μου. Μοῦ ἐνέδυε τά μοναχικά μου ἐνδύματα. Στό τέλος μέ ἀγκάλιασε, μέ ἀσπάσθηκε καί μοῦ εἶπε: Τώρα ἔχεις τ’ ὄνομά μου κι ἐγώ ἔχω τόν γιό σου κοντά μου καί ἔφυγε». Καί τῆς λέω ἐγώ: «Δέν κατάλαβες ποιά ἦταν;» Λέει: «Ὄχι, δέν κατάλαβα. Πρώτη φορά τή βλέπω». Ἦταν ἁπλή γιαγιά αὐτή, ἁγία γυναίκα. Ἦταν βέβαια ὁλοφάνερο πώς ἦταν ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος κοντά της.
Μία ἄλλη φορά, ὅταν ἤμαστε στή Νέα Σκήτη, κόβαμε βάτα καί θάμνους μέ τό τσεκούρι γιά τόν φοῦρνο. Ἕνας νεαρός, τότε, μοναχός λίγο ἀπρόσεκτος, ἔκοβε μέ τό τσεκούρι τούς μικρούς θάμνους, πού εἴχαμε ἐκεῖ στήν περιοχή, στή Σκήτη, ἀλλά δέν εἶδε ὅτι ἐκεῖ ἦταν ἕνας γκρεμός μεγάλος, περίπου πενήντα μέτρα, κατακόρυφος. Ἔκοψε τή δάφνη, γλίστρησε κι ἔπεσε ἀπό τόν γκρεμό κάτω. Λέω, θά σκοτωθεῖ αὐτός. Ἦταν βράχια, δέν ἦταν χῶμα. Θά διαλυθεῖ. Αὐτός πέφτοντας φώναξε: «Παναγία μου!». Ἔπεσε κάτω καί λέμε, πάει, σκοτώθηκε. Θεόρατος γκρεμός. Φωνάζουμε: «πάτερ», «ναί εἶμαι ἐδῶ», «εἶσαι καλά;», «εἶμαι καλά», «πῶς βρέθηκες καλά;» Ἐμεῖς γιά νά κατέβουμε γίναμε λοκατζήδες. Ὄχι ἐγώ βέβαια, γιατί ἐγώ δέν εἶμαι τέτοιας διαπλάσεως γιά νά κατέβω εὔκολα, ἀλλά οἱ ἄλλοι πατέρες. Γιά νά τόν βγάλουμε χρειαστήκαμε 3-4 ὧρες. Καί λέει: «Μόλις φώναξα Παναγία μου, αἰσθάνθηκα ἕνα πράγμα, σάν ἀλεξίπτωτο, καί σιγά-σιγά προσγειώθηκα καί δέν ἔπαθα τίποτα, παρά μόνο μερικές γρατσουνιές».
Αὐτά τά λέω, ἀδελφοί μου, γιατί ὅταν ἀκούει κανείς θεολογικά θέματα, τά ξεχνάει εὔκολα καί δέν μπορεῖ νά τά συγκρατήσει. Ἄν ὅμως διηγούμαστε τά θαύματα τῆς Παναγίας μας, αὐτά μένουν μέσα μας πάντοτε. Σ’ ὅλες τίς δύσκολες περιστάσεις ἡ Παναγία εἶναι τό φῶς στό σκότος, πού μᾶς ταλανίζει κάθε φορά. Περνοῦμε καί τώρα δύσκολες μέρες, κι ὁ κόσμος ὅλος. Βλέπετε, γονάτισε ἀπό τόν ἰό. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι φοβοῦνται. Ὑπάρχει φόβος καί τρόμος σ’ ὅλη τήν οἰκουμένη. Ἔχουμε ἀκόμη καί τά ἐθνικά μας θέματα. Οἱ Τοῦρκοι κάθε τόσο κάνουν «περιπάτους» καί ἀπειλοῦν. Στά σπίτια μας ἔχουμε προβλήματα. μέ τά παιδιά μας, τή συζυγία μας, τήν ὑγεία μας, τά οἰκονομικά μας.
Πολλά δύσκολα πράγματα ἔχουμε γύρω μας. Ποιός εἶναι ἡ παρηγοριά μας; Ἡ Παναγία Θεοτόκος. Αὐτή εἶναι ἡ παρηγορία τοῦ κόσμου ὅλου.
Γι’ αὐτό, τελειώνοντας, θέλω νά σᾶς παρακαλέσω αὐτές τίς ἅγιες μέρες ὅλοι μας νά παρακαλοῦμε τήν Παναγία μας νά μᾶς λυπηθεῖ, νά εἶναι μαζί μας, νά μᾶς σκεπάζει καί νά σώζει τόν κόσμο ἀπό κάθε κακό. Καί νά ξέρουμε ὅτι καί ἡ πιό μικρή φωνή δεήσεως καί προσευχῆς, παραμένει πάντοτε ἰσχυρή ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Δέν χάνεται τίποτα. Ἰδιαίτερα σήμερα ἔχουμε ἀνάγκη τήν προστασία τῆς Παναγία μας. Φτάνει νά ζητᾶμε πράγματα πού εἶναι γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς μας, καί ὄχι πράγματα μάταια. Ὅταν τά πάντα ἀποβλέπουν στή σωτηρία τῆς ψυχῆς μας, τότε καί ἡ Παναγίας μας εἶναι μαζί μας. Γι’ αὐτό πρέπει νά αἰσθανόμαστε παρηγοριά στήν ψυχή μας κι ὅπως ἔλεγε κι ὁ Γέροντας Παΐσιος, ὅσο πιό πολύ δυσκολεύουν τά πράγματα, τόσο πιό πολύ ὁ Θεός εἶναι κοντά μας. Κι ὅσο λιγότερες παρηγοριές ἔχουμε, τόσο πιό πολύ ἡ θεϊκή παρηγοριά εἶναι κοντά μας καί δίπλα μας. Γι’ αὐτό, λοιπόν, ὅσο πιό πολλές δυσκολίες ἔχουμε γύρω μας καί στόν κόσμο ὅλο, τόσο πιό πολύ ἡ Παναγία εἶναι μαζί μας. Ἔχουμε χρέος νά προσευχόμαστε κι ἐμεῖς καί ὑπέρ ὅλου τοῦ κόσμου καί ὑπέρ τῆς πατρίδας μας, τῶν οἰκογενειῶν μας καί τῶν ἑαυτῶν μας «καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα». Ἄς δώσουμε χρόνο προσευχῆς. Εὔχομαι, ἡ Παναγία μας νά δώσει πλούσια τή χάρι καί τήν εὐλογία της σ᾽ ὅλο τόν κόσμο.

Περιοδικό Παράκληση, τ.105