τοῦ Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Λεμεσοῦ κ. Ἀθανασίου

Ἡ πίστη θεωρεῖται ἡ βάση τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Χωρίς τήν πίστη δέν μπορεῖ κανένας ἄνθρωπος νά προχωρήσει στήν πνευματική ζωή. Γιά νά προχωρήσει κανείς καί νά ἀγωνισθεῖ πρέπει νά πιστέψει, ἀλλιῶς δέν ὑπάρχει λόγος νά ἀγωνιστεῖ καί νά κάνει ὁτιδήποτε γιά νά προχωρήσει στήν πνευματική ἐν Χριστῷ ζωή. Μέ μία ἁπλή ἀνάγνωση ἀκόμη στό Εὐαγγέλιο θά δοῦμε ὅτι ὁ Θεός, ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, πάντοτε ρωτοῦσε τούς ἀνθρώπους πρίν νά τούς δώσει κάποιο χάρισμα ἤ νά τούς θεραπεύσει θαυματουργικά, ἄν πιστεύουν. Τούς ἔλεγε μάλιστα, «ἡ πίστις σου σέσωκέ σε», «πορεύου εἰς εἰρήνην» καί πολλά ἄλλα τέτοια μέ τά ὁποῖα εἶναι γεμάτο τό Εὐαγγέλιο, τά ὁποῖα δείχνουν ὅτι ἐκεῖνο πού πραγματικά ζητᾶ ἀπό μᾶς ὁ Θεός εἶναι ἡ πίστη. Ἡ βάση ὅλης τῆς πορείας μας εἶναι ἡ πίστη. Ὅμως ταυτόχρονα γνωρίζουμε ὅτι δέν εἶναι εὔκολο πράγμα ὁ ἄνθρωπος νά πιστέψει. Ἀκόμα κι αὐτός πού πιστεύει δέν ἔχει, συνήθως, αὐτή τήν τελειότητα τῆς πίστης. Ὑπάρχουν βαθμίδες καί τρόποι πίστης. Τό βλέπουμε στό Εὐαγγέλιο, στήν περίπτωση ἐκείνου τοῦ ἀνθρώπου πού ὅταν ὁ Χριστός τοῦ εἶπε, «ὅλα εἶναι δυνατά σ’ αὐτόν πού πιστεύει», ἀπάντησε, «πιστεύω Κύριε, ὅμως βοήθησε τήν ἀπιστία μου». Πιστεύω ἀλλά ἡ πίστη μου δέν εἶναι τόσο δυνατή, ὥστε νά μέ συνέχει καί νά μέ καλύπτει ὁλόκληρο, μέ ἀφήνει κάπου ἐκτεθειμένο, δέν εἶναι τόση ὅση χρειάζομαι, γιά νά βρίσκομαι καλυμμένος μέσα σ’ αὐτή τήν ἀτμόσφαιρα τῆς χάριτος.
PROSEYXHΕἶναι κάτι πού τό ζοῦμε καί ἐμεῖς οἱ ἴδιοι καθημερινά καί στόν ἑαυτό μας καί στούς ἀδελφούς μας. Πιστεύουμε στόν Θεό, θέλουμε νά πιστεύουμε, πλήν ὅμως ἔρχεται ὥρα μέσα ἀπό περιστάσεις ποικίλες, εἴτε γιατί ἀκούσαμε κάποια θεωρία, κάποια ἀντίρρηση, εἴτε διότι μᾶς συνέβη κάτι τό παράδοξο καί τό θλιβερό καί γιά πολλούς ἄλλους λόγους, πού δοκιμάζεται ἡ πίστη μας. Διαπιστώνουμε ὅτι δέν ἔχουμε τόση πίστη ὅση ἔπρεπε. Ἕνα ἁπλό παράδειγμα: τό μικρό καθημερινό πρόγραμμα τό ὁποῖο ὁ καθένας ἔχει στή ζωή του, ὅσον ἀφορᾶ τήν πνευματική ζωή, ἐκείνη τή μικρή προσευχή πού προσπαθεῖ ὁ καθένας νά κάνει, τόν μικρό κανόνα τόν ὁποῖο ἔχει κάθε ἄνθρωπος στόν ἑαυτό του, πόσες φορές τόν ἀφήνουμε καί τόν ἀμελοῦμε. Ἄν ἐξετάσουμε, θά δοῦμε ὅτι ἐκεῖνο πού μᾶς λείπει εἶναι ἡ θέρμη τῆς πίστης. Ἡ ὀλιγοπιστία μᾶς κατατρώγει σάν τό σαράκι καί δυστυχῶς μᾶς κάνει νά βρισκόμαστε σέ μία μειονεκτική θέση ὅσον ἀφορᾶ τήν πνευματική ζωή. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας εἴτε ἀπό τόν ἑαυτό τους ὡς ἀγωνιστές πού ἦταν, εἴτε ὡς πνευματικοί ἰατροί, διαπίστωσαν ὅτι ὁ ἄνθρωπος γιά νά προχωρήσει στήν πνευματική ζωή χρειάζεται πίστη καί ὅτι αὐτή εἶναι τό κεφάλαιο μέ τό ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος μπαίνει μέσα στόν χῶρο τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς. Ταυτόχρονα διαπίστωσαν ὅτι ἡ πίστη ἔχει πολλές βαθμίδες καί πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά φτάσει σέ ἕνα σημεῖο πού νά διακατέχεται ὁλόκληρος ἀπό αὐτή τήν πίστη, γιά νά μπορεῖ νά προχωρήσει καί νά ἀντισταθεῖ καί νά φανεῖ γενναῖος. Ὅταν θά ἔρθουν οἱ δύσκολες ὧρες τῶν πειρασμῶν καί τῶν θλίψεων καί θά ἀπειλεῖται ἡ ὕπαρξή του νά ἀφανιστεῖ ὁλόκληρη, ἐκείνη τήν ὥρα χρειάζεται ἡ πίστη. Ἀκόμη καί ὁ Χριστός ὁ ἴδιος εἶπε στόν Πέτρο, στόν μαθητή του, ὅτι ὁ σατανάς ζήτησε νά τούς κοσκινίσει σάν τό σιτάρι, ζήτησε ἐξουσία ὥστε νά τούς κοσκινίσει τούς Ἀποστόλους κατά τήν ὥρα ἐκείνη τῶν τελευταίων ἡμερῶν τοῦ Κυρίου. Τότε καί ὁ Κύριος παρακάλεσε γιά τόν Πέτρο «ἵνα μή ἐκλίπῃ ἡ πίστις του». Προσευχήθηκε στόν Θεό νά μήν τόν ἐγκαταλείψει καί φανεῖ λίγη ἡ πίστη του. Δηλαδή ὁ Πέτρος εἶχε πίστη, ἀλλά δέν ἦταν τόσο δυνατή καί χρειαζόταν περισσότερη, γιά νά κρατηθεῖ καί νά μήν λυγίσει τήν ὥρα τῶν μεγάλων πειρασμῶν.
Πῶς ὁ ἄνθρωπος λοιπόν μπορεῖ νά δυναμώσει τήν πίστη του; Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μέσα ἀπό τή δική τους ἐμπειρία μᾶς ἔδωσαν τρία βασικά ὅπλα, ἐφόδια καί πηγές ἀπό τίς ὁποῖες θά μπορέσουμε νά ἀντλήσουμε τή δύναμη τῆς πίστεως. Πρώτη πηγή εἶναι ἡ προσευχή. Ὁ ἄνθρωπος προχωρᾶ μέσα στήν πίστη, ὅταν προσεύχεται. Γιά νά προσευχηθεῖ βέβαια χρειάζεται πίστη. Ἡ προσευχή εἶναι καί μητέρα καί θυγατέρα τῆς πίστεως καί γεννᾶ τήν προσευχή ἡ πίστη, ἀλλά καί δυναμώνει τήν πίστη ἡ προσευχή. Μέ τή μικρή πεποίθηση ὅτι ὁ Θεός ὑπάρχει καί μᾶς καλεῖ κοντά του, ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νά ἀγωνιστεῖ στήν προσευχή. Σήμερα ζοῦμε σέ μία ἐποχή πού ὁ ἄνθρωπος δυσκολεύεται νά προσευχηθεῖ. Ὅμως ὁ Θεός μέσα στήν ἄπειρή του πρόνοια καί τήν πολλή ἀγάπη καί συγκατάβαση στήν ἐποχή μας ἔδωσε τή δεύτερη πηγή τῆς πίστεως ἄφθονη, ὥστε ὁ σημερινός ἄνθρωπος καί ἰδιαίτερα ὁ σημερινός νέος νά ξεκινᾶ διαφορετικά. Μπορεῖ νά μήν ξεκινᾶ καί νά τρέφεται ἀπό τήν πολλή προσευχή, ἀλλά αὐτό πού ἔδωσε ὁ Θεός συγκαταβαίνοντας στήν ἀσθένειά μας εἶναι αὐτό πού ἔχουμε πλοῦτο μεγάλο σήμερα δηλαδή τή μελέτη. Ἡ μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ἡ δυνατότητα νά διαβάζουμε ὅλοι ἀνεξαιρέτως. Παλαιότερα οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι ἦταν ἀγράμματοι καί ἀναλφάβητοι καί δέν ἤξεραν νά διαβάζουν καί ἀναπλήρωναν τή μελέτη ἐκείνη καί τή γνώση μέσα ἀπό τήν πρακτική ἐργασία καί κυρίως τήν προσευχή τους. Σήμερα ὅλοι μας ξέρουμε νά διαβάζουμε καί εἶναι πολύ εὔκολο νά ἔχεις ἕνα βιβλίο. Ἐπειδή λοιπόν γιά μᾶς σήμερα εἶναι εὐκολότερο, δέν μποροῦμε νά ἐννοήσουμε ὅτι πρίν ἀκόμα πενήντα ἑξήντα χρόνια ἦταν δύσκολο νά βρεῖς ἕνα πνευματικό βιβλίο, ἕνα Εὐαγγέλιο, καί ὅσο πᾶμε πίσω ἦταν ἀκόμη δυσκολότερο. Θά ἔπρεπε νά ἤσουν πολύ πλούσιος ἄνθρωπος, γιά νά ἔχεις μία Ἁγία Γραφή, γιατί ὅλα ἦταν χειρόγραφα καί δέν κυκλοφοροῦσαν εὔκολα βιβλία. Τότε πήγαιναν στήν Ἐκκλησία καί ἐκεῖ περίμεναν νά ἀκούσουν τό Εὐαγγέλιο. Ἐλάχιστοι εἶχαν μερικά βιβλία. Σήμερα ἔχουμε τή δυνατότητα τῆς μελέτης, τῆς ἀνάγνωσης ὅπως τήν ὀνομάζουν οἱ Πατέρες. Τά ὅπλα τοῦ χριστιανοῦ εἶναι ἡ προσευχή πρῶτα, ὡς ἔχουσα περισσότερη δύναμη καί μετά ἡ μελέτη, ὡς δυναμωτική στήν πνευματική ὑγεία. Οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς μας μαθαίνουν ἀπό μικρά παιδιά νά διαβάζουν συνέχεια. Πιό εὔκολα μπορεῖ νά διαβάσουν σήμερα γιά μία ὥρα, ἀλλά δύσκολα νά προσευχηθοῦν γιά μία ὥρα. Ἔχουμε αὐτή τήν εὐλογία νά ἔχουμε πλῆθος βιβλίων. Σχεδόν ὅσα βιβλία ἔχουν γράψει οἱ ἅγιοι Πατέρες ἔχουν ἐκδοθεῖ. Γιατί λοιπόν ἡ μελέτη εἶναι τόσο σημαντική γιά τήν πνευματική μας ζωή; Δέν εἶναι γιατί θά γεμίσουμε τό κεφάλι μας μέ γνώσεις, δέν εἶναι διανοητική ὑπόθεση ἡ προσευχή ἤ ἡ πίστη. Καί αὐτό βέβαια, θά μᾶς δώσει γνώσεις ἀρκετές, ἱκανές καί ἰσχυρές νά ἀντιμετωπίσουμε τίς ἀντιρρήσεις πού θά ἔρθουν γιά τήν πίστη μας. Τό πιό σημαντικό βέβαια εἶναι ἕνα πνευματικό μυστήριο πού συνοδεύει τή μελέτη. Τά ἔργα αὐτά πού ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει, τό Εὐαγγέλιο, ἡ Ἁγία Γραφή, τά ἔργα τῶν ἁγίων Πατέρων, οἱ ὕμνοι τῆς Ἐκκλησίας, οἱ προσευχές τῶν Ἁγίων εἶναι γραμμένα μέ τό Πνεῦμα τό Ἅγιο. Δέν εἶναι ἀποτελέσματα στοχασμοῦ. Οἱ Πατέρες δέν ἦταν στοχαστές. Εἶχαν ἕνα ἄλλο μυστήριο, ἔγραφαν κατόπιν ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό ὁποῖο ὁμιλοῦσε μέσα τους καί αὐτοί ἔγραφαν αὐτά πού ὁ Θεός ἔλεγε μές στήν καρδιά τους καί ἐπειδή ἦταν ἄνθρωποι Ἅγιοι Πνεύματι Ἁγίῳ τρεφόμενοι, ἐλάλησαν καί ἔγραψαν ἐκ Πνεύματος Ἁγίου. Τά κείμενα τῶν Ἁγίων εἶναι γραμμένα μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἔτσι ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ὅταν διαβάζει τά κείμενα τῶν Ἁγίων, κοινωνεῖ μέ τήν ἐνυπάρχουσα σ’ αὐτά τά κείμενα χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τρέφεται ἀπό τή χάρη ἐκείνη. Αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος ὅτι μελετώντας τά κείμενα τῶν Ἁγίων δυναμώνει ἡ ψυχή του. Μπορεῖ πολλές φορές νά μήν καταλαβαίνει μέ τό μυαλό του τί λέει ἕνα κείμενο ἀκριβῶς. Ὅμως αἰσθάνεται ὅτι λαμβάνει δύναμη. Γι’ αὐτό αὐτοί πού ἔχουν αὐτή τήν ἐμπειρία μαθαίνουν νά ἐξασκοῦν τά αἰσθητήρια τῆς ψυχῆς τους, ὥστε νά ἀναπαύονται στά λόγια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Μπορεῖ ἕνα κείμενο νά εἶναι θεολογικό. Μπορεῖ νά μιλᾶ γιά τόν Χριστό ἤ γιά τούς Ἁγίους καί νά τό ἔγραψαν θεολόγοι ἤ κληρικοί, ἀλλά νά μήν εἶναι γραμμένο μέ Πνεῦμα Ἅγιο, καί τό καταλαβαίνει κανείς καί δέν ἀναπαύεται μ᾽αὐτό, γιατί εἶναι βγαλμένο μέσα ἀπό τόν νοῦ του. Εἶναι ἰσχυρός νοῦς, ἔχει γνώσεις θεολογικές, γράφει ὡραῖα θεολογικά κείμενα ἀλλά κουράζουν. Ἕνας λόγος ὅμως τῶν Ἁγίων μπορεῖ νά εἶναι ἁπλούστατος, ὅμως ἔχει δύναμη.
Στό Ἅγιον Ὄρος ἔρχονταν πάρα πολλοί ἄνθρωποι νά δοῦν τόν Γέροντα Παΐσιο καί εἶχαν ἀπορίες γιά διάφορα θέματα. Ἐμεῖς καθόμαστε μέ τίς ὧρες καί κουβεντιάζαμε μαζί τους. Ὧρες ὁλόκληρες δέν ἔβγαινε τίποτε τό σημαντικό. Πήγαιναν στόν Γέροντα. Ἕνα λόγο τούς ἔλεγε καί καμία φορά οὔτε λόγο, ἀλλά ἀστεῖα ἤ ἀκόμα καί νά τούς ἔδιωχνε, λέγοντάς τους ὅτι δέν ἔχει χρόνο, κι ὅμως ἦταν φοβερό πράγμα, αὐτός ὁ λόγος ὁ ἕνας ἄλλαζε τόν ἄνθρωπο ὁλόκληρο. Τά χίλια λόγια τά δικά μας δέν εἶχαν κανένα ἀποτέλεσμα. Ἐκείνου ὁ λόγος ἦταν λόγος ἐκ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Σφράγιζε ὁ Θεός τόν δικό του λόγο, ὅπως καί τά λόγια τῶν Ἀποστόλων καί τά ἔργα τους καί τά διά τῶν χειρῶν τους θαύματα καί σημεῖα καί ἐπιβεβαίωνε τήν παρουσία Του στή ζωή καί στά ἔργα τους. Αὐτά ἦταν πού ἄλλαξαν τήν οἰκουμένη ὁλόκληρη. Δώδεκα ἄνθρωποι ἄλλαξαν ὁλόκληρη τήν οἰκουμένη, ἑκατομμύρια σήμερα ἐμεῖς καί ἀκόμα χάνουμε τήν πίστη μας ἤ ἄλλους τούς σκανδαλίζουμε καί δέν τούς ὠφελοῦμε. Τί μᾶς λείπει; Οἱ γνώσεις; Μά ἔχουμε πιό πολλές γνώσεις σήμερα καί πιό πολλά μέσα ἀπό τούς Ἀποστόλους. Αὐτό πού μᾶς λείπει εἶναι ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τά ἔργα τῶν Ἁγίων, τά λόγια, τά γραπτά τους εἶναι φορτισμένα μέ τό Πνεῦμα τό Ἅγιο. Ἐκεῖνο πού μᾶς ἐνδιαφέρει περισσότερο εἶναι ἀκριβῶς τό ὅτι μελετώντας τό Εὐαγγέλιο, τά λόγια καί τά ἔργα τῶν Ἁγίων ἡ ψυχή μας τρέφεται ἀπό αὐτή τή δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί σιγά σιγά χωρίς νά τό καταλάβουμε αὐξάνει μέσα μας ἡ πίστη. Καί ὅταν αὐξηθεῖ ἡ πίστη καί μέσα στήν καρδιά καί στή διάνοιά μας ἔχουμε ἀγαθές ἔννοιες ἀπό τά κείμενα αὐτά τῶν Ἁγίων, τότε βοηθιέται καί ἡ προσευχή μας. Τότε ὁ νοῦς καί ἡ καρδιά μας ἀλλοιώνονται ἀπό τή χάρη καί ἀναβλύζει ἔννοιες ἀγαθές, τίς ὁποῖες παίρνουμε στήν προσευχή καί τίς χρησιμοποιοῦμε καί τίς διαπλάθουμε μέσα μας, ὥστε νά σπάσει τή σκληρή καρδιά μας καί νά ἀναβλύσουν τά ὕδατα τῶν δακρύων καί αὐτή ἡ χάρη τῆς κατανύξεως καί τῆς μετάνοιας, πού θά καθαρίσει καί θά φωτίσει τόν ἔσω ἄνθρωπο. Ἡ προσευχή καί ἡ μελέτη, λοιπόν, εἶναι δυό ἰσχυρά ὅπλα τά ὁποῖα θά μᾶς βοηθήσουν πολύ στήν πίστη.
Ἀπαραίτητα στή συνέχεια εἶναι τά Μυστήρια. Δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος στήν Ἐκκλησία νά ἔχει μία θεωρητική σχέση μέ τόν Χριστό. Ὁ Χριστός δέν εἶναι θεωρία καί διδασκαλία καί σύνολο ἰδεῶν. Εἶναι πρόσωπο ὁ Χριστός, ἀληθῶς ἔγινε ἄνθρωπος καί μποροῦμε νά τόν εἰκονίζουμε καί νά τόν περιγράφουμε καί νά τόν προσκυνοῦμε περιγραπτόν στίς εἰκόνες, γιατί ἔγινε κατ’ ἀλήθεια ἄνθρωπος, παραμένοντας ἀπολύτως Θεός. Ἄρα στήν Ἐκκλησία ἐκεῖνο τό σημεῖο τό ὁποῖο τήν πίστη μας τήν κάνει ἐμπειρία καί βγαίνει ἀπό τή θεωρία εἶναι τά Μυστήρια. Ὅλα τά Μυστήρια καταλήγουν στό κατ’ ἐξοχήν μέγα μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας τή Θεία Εὐχαριστία. Τό μυστήριο τῆς Θείας Λειτουργίας τοῦ Ἁγίου σώματος καί αἵματος τοῦ Χριστοῦ μας. Ἐκεῖ ὁ ἄνθρωπος ἑνώνεται μέ τόν Χριστό. Ὅταν κοινωνοῦμε τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ, τότε ὁ Χριστός μένει μέσα μας. Τότε ἑνωνόμαστε καί γινόμαστε ἕνα πράγμα μαζί μέ τόν Χριστό. Τότε ἡ πίστη δυναμώνει καί παύει νά εἶναι πίστη εἰσαγωγική. Παύει νά εἶναι μία πίστη τυπική καί γίνεται πίστη τῆς θεωρίας, ὅπως λένε οἱ Πατέρες, ὄχι ὅπως τό ἐννοοῦμε σήμερα. Θεωρία σήμερα σημαίνει κάτι τό θεωρητικό. Ἡ «θεωρία» κατά τούς Πατέρες, προέρχεται ἀπό τό ρῆμα ὁρῶ, τό ὁποῖο στά ἀρχαῖα σημαίνει βλέπω. Ἄρα θεωρία σημαίνει ὅτι γι’ αὐτούς ὁ Θεός πλέον εἶναι ὁρώμενος, τόν βλέπουν, τόν ψηλαφοῦν, τόν βιώνουν, τόν ζοῦν καί τόν ἔχουν μέσα στήν καρδιά τους. Ὅπως λέμε στή Θεία Λειτουργία γιά τά τίμια δῶρα «ὑποδεξάμενοι αὐτά ἀξίως σχῶμεν τόν Χριστόν κατοικοῦντα καί μένοντα ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν». Ὁ Χριστός νά κατοικήσει στήν καρδιά μας. Αὐτό εἶναι τό ζητούμενο. Ὅλα καταλήγουν σ’ αὐτό τό γεγονός. Τό πῶς θά μπορέσουμε νά ἑνωθοῦμε μαζί μέ τόν Χριστό. Ὅλα τά ἄλλα εἶναι μέσα. Ἀκόμα καί ἡ πίστη, ἡ προσευχή, ἡ ἀνάγνωση, ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία, ἡ ἐξομολόγηση εἶναι μέσα τά ὁποῖα μᾶς ὁδηγοῦν στόν ἕνα κατεξοχήν σκοπό, νά ἑνωθοῦμε μαζί μέ τόν Χριστό. Ὅταν ἑνωθοῦμε μαζί μέ τόν Χριστό, τότε ὅλα αὐτά «καταργοῦνται» καί μένει ἕνα πράγμα, ἡ ἀγάπη. Καί αὐτό γιατί ὁ Θεός εἶναι παρών. Καί ὅταν ὁ Θεός εἶναι παρών, τότε δέν χρειάζεται νά τόν πιστεύεις εἶναι ἕνα πράγμα μαζί σου. Τότε Θεός καί ἄνθρωπος ἑνώνονται καί τότε ἐπιτελεῖται τό μέγα μυστήριο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἄνθρωπο. Κι ὅλα τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καί ὁ γάμος ἀκόμα πρέπει νά καταλήξουν ἐκεῖ. Τά πάντα γίνονται γι’ αὐτόν τόν αἰώνιο γάμο τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Δεσπότη Χριστό. Καί ὁ γάμος πού συνάπτεται στή γῆ αὐτή καί ὁ μοναχισμός δέν εἶναι αὐτοσκοπός ἀλλά μέσα, τά ὁποῖα θά μᾶς ὁδηγήσουν στόν αἰώνιο γάμο μέ τόν Νυμφίο Χριστό. Θά καταργηθοῦν κι αὐτά καί πρέπει νά μᾶς ὁδηγήσουν στόν αἰώνιο γάμο μέ τόν Χριστό. Καί ὅλα ὅσα κάνουμε εἶναι μέσα καί ἐργαλεῖα τά ὁποῖα χρησιμοποιοῦμε, γιά νά φτάσουμε στό κέντρο. Στήν πράξη τῆς Ἐκκλησίας κέντρο εἶναι ἡ Ἁγία Τράπεζα. Ἡ Εὐχαριστία, τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Ἐκείνη τήν ὥρα ὅπου ὁ Χριστός ὡς ἄνθρωπος προσφέρει σ’ ἐμᾶς τόν ἑαυτό του κι ἐμεῖς καταλλήλως ἑτοιμασθέντες ἐνωνόμαστε μαζί Του, τότε ἐκείνη τήν ὥρα ὁ ἄνθρωπος πλέον φθάνει στόν πραγματικό σκοπό τῆς ὕπαρξής του. Τότε ὁ ἄνθρωπος γίνεται πλέον τέλειος, πλήρης, παραμένει πραγματικά ὡς ναός τοῦ Θεοῦ καί τέκνο τοῦ Θεοῦ.
Ἡ βάση τῆς πορείας μας εἶναι αὐτό πού ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Ἑβραίους Ἐπιστολή μᾶς λέει: « ὅλα αὐτά ἀδελφοί μου, διά τῆς πίστεως θά τά ἀποκτήσετε», ἀλλά κι ἡ πίστη θά ἀποκτηθεῖ καί θά δυναμώσει μέσα ἀπό αὐτές τίς πηγές, πού ἡ ἐμπειρία τῶν Πατέρων μᾶς παρέδωσε. Ἐγκαρτεροῦμε στήν προσευχή, ἀφοῦ πιστεύουμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι παρών, λαμβάνουμε ὑπομονή καί δύναμη νά μείνουμε προσευχόμενοι. Τρεφόμενοι ἀκόμη ἀπό τή μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ἀπό τό Πνεῦμα τό Ἅγιο μέ τό ὁποῖο ἐγράφησαν τά κείμενα τῶν Ἁγίων Γραφῶν, ἐνδυναμούμενοι μέ τίς δυνατές ἔννοιες καί τίς σωστές θεωρίες πού ὁ Θεός διά τῶν Ἁγίων μᾶς δίνει μέσα ἀπό τή μελέτη, στηρίζουμε τόν ἑαυτό μας, τόν ἐνδυναμώνουμε, τόν τρέφουμε τόν μεγαλώνουμε καί στή συνέχεια μπαίνουμε μέσα στόν χῶρο τῆς πραγματικῆς συναντήσεώς μας διά τῶν Ἁγίων Μυστηρίων. Ἡ ταπείνωση, ἡ ἐξομολόγηση, ἡ μετάνοια μέ ἀποκορύφωμα τή Θεία Εὐχαριστία ὁδηγοῦν τόν ἄνθρωπο στή γεύση καί στήν κατοίκηση τοῦ Θεοῦ μέσα του. Καί μετά ἔρχονται οἱ «ἐξετάσεις». Μετά ἀπό ὅλα αὐτά ὅπως ἕνας μαθητής ὁ ὁποῖος ἀφοῦ διαβάζει ὅλο τό χρόνο, παρακολουθεῖ μαθήματα, πάει σχολεῖο κ.λπ., πρέπει γιά νά πάει στήν ἑπόμενη τάξη νά δώσει τίς ἐξετάσεις, ἔτσι καί ὁ χριστιανός. Οἱ «ἐξετάσεις» τοῦ μαθητῆ τοῦ Χριστοῦ εἶναι οἱ πειρασμοί, οἱ θλίψεις, οἱ δοκιμασίες, ἡ ἀντίσταση , ἡ ἀποτυχία, ἡ συντριβή του, ἀσθένειες, καταστροφές, ὁ ἴδιος ὁ θάνατος πού ἔρχεται μπροστά μας ὡς ἔσχατος ἐχθρός, γιά νά κλονίσει τήν πίστη μας καί νά μᾶς ἀφανίσει ὁλόκληρους. Ὅλα ὅσα μπορεῖ νά συμβοῦν σέ ἕναν ἄνθρωπο ἀπό πάσα ἄποψη, καί πνευματική καί σωματική, εἶναι πνευματικές ἐξετάσεις. Ἐκεῖ πραγματικά φαίνεται τό τί κάναμε τόσο καιρό. Γι᾽ αὐτό ἔλεγε κι ἕνας Ἅγιος, κάθε ἐνάρετη πράξη ἡ ὁποία δέν σφραγίσθηκε μέ τόν πειρασμό νά τή θεωρεῖς ὡς ἔκτρωμα καί ὅτι εἶναι ἄχρηστη. Δέν ἔχει γνησιότητα. Ὁ ἄνθρωπος θά φανεῖ μέσα ἀπό τόν πειρασμό καί τή θλίψη καί τή δυσκολία. Γι’ αὐτό δέν πρέπει νά φοβόμαστε τούς πειρασμούς καί τίς θλίψεις, ἀλλά διά τῆς πίστεως νά περνοῦμε ἀπό αὐτό τό καμίνι, γνωρίζοντας ὅτι θά περάσουμε αὐτή τήν κατάσταση καί θά βγοῦμε στήν ἀντίπερα ὄχθη καί ἐκεῖ θά δοῦμε τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ. Θά δοῦμε ὅτι τελικά τίποτα δέν μπορεῖ νά κάνει κακό στόν ἄνθρωπο. Κανένας καί τίποτα. Μέ ὅ,τι κι ἄν μπορεῖ κανείς νά μᾶς ἀπειλήσει, τίποτα δέν μπορεῖ νά μᾶς βλάψει. Γιατί ἄν ὁ ἄνθρωπος ἔχει τήν ἐλπίδα του στόν Θεό, ποιόν νά φοβηθεῖ; Οὔτε καί τόν θάνατο τόν ἴδιο. Ἄν πιστεύουμε εἰς Χριστόν Ἐσταυρωμένον καί Ἀναστάντα, τότε γιά μᾶς λύθηκε ἀκόμα καί ὁ θάνατος καί ἡ ζωή μας ὁλόκληρη ἔχει ἕνα ἄλλο πρίσμα μέ τό ὁποῖο βλέπουμε τή ζωή μας. Γι’ αὐτό ὅταν μᾶς πλησιάζουν οἱ θλίψεις νά μήν πανικοβαλλόμαστε, ἀλλά νά φαινόμαστε γενναῖοι ἀθλητές καί νά «χαίρωμεν ἐν ταῖς θλίψεσι». Βέβαια, ἀνθρωπίνως δέν εἶναι εὔκολο. Εἶναι πραγματικά πολύ δύσκολο νά φτάσεις μέχρι τό ἔσχατο ὅριο τῆς ἀνθρώπινης ἀντοχῆς. Ὁ Θεός θά σέ ἀφήσει νά φτάσεις στό ἔσχατο ὅριο τῆς ἀνθρώπινης δύναμης καί ἀντοχῆς. Δέν θά ἔχεις οὔτε μία ρανίδα παραπάνω ὑπομονῆς νά βγάλεις. Κι ἐκεῖ πού θά νομίζεις ὅτι ὅλα ἔλιωσαν, τότε ὁ Θεός θά κάνει τή δική του ἐπέμβαση καί θά δεῖς ὅτι εἶναι παρών καί θά λάβεις δύναμη πίστης καί θά γίνεις βεβαιόπιστος, ὅπως οἱ Πατέρες ἀναφέρουν. Μέσα ἀπό τούς πειρασμούς, τίς θλίψεις, τίς δυσκολίες, τόν θάνατο πού ἀντιμετώπισε καί ἐκεῖ στήν ἔσχατη ὥρα εἶδε τόν Θεό παρόντα, αὐτός ὁ ἄνθρωπος πλέον ἔχει φτάσει στά μέτρα ἐκεῖνα τῆς πίστεως, ὅπου ὁ Χριστός εἶπε «ἐάν ἔχετε πίστη σάν κόκκο σινάπεως, θά κάνετε θαύματα καί σημεῖα στόν κόσμο».
Αὐτό εἶναι τό μεγάλο μυστήριο τῆς πίστεως, τό ὁποῖο μᾶς καλεῖ ἡ ἐκκλησία νά λάβουμε πάνω μας. Καθημερινά αἴροντες τόν σταυρό μας «δι’ ὑπομονῆς τρέχωμεν τόν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα», τόν ἀγώνα πού ἔχουμε κάθε μέρα μπροστά μας, στό σπίτι μας, στήν οἰκογένειά μας, στή δουλειά μας καί γενικά στό περιβάλλον μας. Ἕνας ἀγώνας μέ τόν ἑαυτό μας, τήν ὑγεία μας, τήν οἰκονομική μας κατάσταση, ἀκόμα καί τήν ἡλικία μας, ἀφοῦ μεγαλώνουμε καί μεγαλώνοντας λιγοστεύει καί ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας. Τρέχομε στόν ἀγώνα, κοπιάζουμε θλιβόμαστε στούς πειρασμούς, ἀλλά ἔχουμε ὡς ἀντίβαρο τήν πίστη στόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό. Σ’ Αὐτόν λοιπόν, πρέπει νά βλέπουμε συνεχῶς, γιατί ἄν μᾶς ξεφύγει, θά βουλιάξουμε καί θά μᾶς πνίξει ἡ ἀπελπισία, ἡ ἀπόγνωση ἡ θλίψη. Ἄν τόν ἔχουμε, ὅμως, συνεχῶς ἐνώπιόν μας λαμβάνουμε δύναμη ἐξ Αὐτοῦ καί τρέχουμε μετά προθυμίας, δύναμης καί πίστεως τόν προκείμενον ἀγώνα τῆς ζωῆς μας.

περιοδικό Παράκληση, τ.101