τοῦ Ὁμοτίμου Καθηγητοῦ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
καί Καθηγητοῦ τοῦ Πανεπιστημίου Λευκωσίας κ. Νίκου Νικολαΐδη

Θά ἀποπειραθῶ, ὅσο καί οἱ σχετικές εἰδήσεις τό ἐπιτρέπουν, νά προσεγγίσω τό ζήτημα, τό ὁποῖο φέρεται νά προέκυψε μεταξύ τῶν δύο, Ἰωάννου καί Ἐπιφανίου, κατά τή μετάβαση τοῦ δευτέρου στήν Κωνσταντινούπολη (403). Τό θέμα παρουσιάζει δυσκολίες, τόσο ἀπό τήν ἄποψη τῶν πληροφοριῶν καί τῆς σύγχυσης, πού ἐπικρατεῖ, ὅσο καί ἀπό τό γεγονός ὅτι τοῦτο σχετίζεται μέ δύο κορυφαίους ἁγίους καί πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας.
Δυστυχῶς, ὑπάρχει διάχυτη ἡ ἀντίληψη, περί μή κανονικῶν ἐνεργειῶν τοῦ Ἐπιφανίου Κύπρου στήν Κωνσταντινούπολη καί ὅτι, ἐξαιτίας καί τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει παρουσίας καί τῶν ἐνεργειῶν του, καταδικάσθηκε ὁ ἱερός Χρυσόστομος στή σύνοδο τῆς Δρυός (403). Ἐπιπρόσθετα, τά ὅσα περιφέρονται ἄχρι καί τῶν ἡμερῶν μας περί τοῦ τέλους καί τῶν δύο, αὐτά συσκιάζουν, ἀκόμη περισσότερο, τό ὅλο ζήτημα.
7Ἄς ξεκινήσομε, ὅμως, μέ κάποια λογική καί ἱστορική ἀρχή τό ὅλο ζήτημα. Παραμένει δεδομένο ὅτι ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος χαρακτηρίζεται ὡς ἀντιαιρετικός πατέρας καί συγγραφέας, καί ὄχι μόνο. Θεωρεῖται, ἀκόμη, ὡς ἔντονος καί ἄτεγκτος ἔναντι τῶν αἱρέσεων. Στό ἔργο του Πανάριον, τοῦ ὁποίου ἡ συγγραφή περατώνεται γύρω στό 376-377, -ἔχει σημασία ἡ χρονολογία-, καταχωρίζει καί κεφάλαιο «Κατά Ὠριγένους τοῦ Ἀδαμαντίου» (αἵρεση LXIV). Τοῦτο σημαίνει πώς, ἀπό προηγουμένως, ὁ Ἐπιφάνιος κατέτασσε τόν Ὠριγένη μεταξύ τῶν αἱρετικῶν, μή συμφωνώντας, ἀσφαλῶς, μέ τή διδασκαλία του. Φαίνεται ὅτι αὐτή τήν εὐαισθησία του γιά τίς αἱρέσεις, καί ὄχι μόνο γιά τόν ὠριγενισμό, ἐκμεταλλεύθηκε ὁ Θεόφιλος Ἀλεξανδρείας, ὥστε ὁ Ἐπιφάνιος «ταχέως νά ὑπαχθῇ ὑπό τῶν Θεοφίλου γραμμάτων», κατά τό Σωκράτη. Ἐπιπρόσθετα, λέγεται, ὅτι ἡ φήμη, τήν ὁποία τεχνηέντως διέσπειρεν ὁ Θεόφιλος περί ὠριγενισμοῦ τοῦ Χρυσοστόμου, ἐξαιτίας τῆς φιλοξενίας στήν Κωνσταντινούπολη τῶν Μακρῶν ἀδελφῶν, προκάλεσε καί τή σύγκληση τοπικῆς συνόδου ὑπό τοῦ Ἐπιφανίου στήν Κύπρο καί τήν ἔκδοση ἀπαγορευτικῆς ἀπόφασης «τοῦ μή ἀναγινώσκειν τά Ὠριγένους βιβλία».
Στό σημεῖο, ὅμως, αὐτό, προκύπτει ἕνα ἐρώτημα: Πῶς ὁ Ἐπιφάνιος παρακινεῖται ὑπό τοῦ Θεοφίλου νά καταδικάσει συνοδικά τά ὠριγένεια κείμενα τό 402, ὅταν τό 366-367, ὅπως προαναφέραμε, ὁ ἴδιος στό Πανάριον θεωρεῖ τόν ὠριγενισμό αἵρεση; «Ἐάν δέ συμβῇ τινας ἀπείρους περιτυχεῖν τοῖς τοιούτοις», γράφει, «καί λάβωσιν αὐτά εἰς ἐδωδήν, δηλητήριον ἑαυτοῖς λαμβάνουσιν ἀπό τοῦ ἰοῦ τῆς ἐχίδνης ἀνατεθραμμένα». Ἀλλά, ἄς μήν ἀποκλείσομε ἐντελῶς τό γεγονός ὅτι ὁ Ἐπιφάνιος συγκάλεσε, πράγματι, σύνοδο στήν Κύπρο, ἐξαιτίας τῶν μηνυμάτων τοῦ Θεοφίλου, περί ὠριγενισμοῦ τοῦ Χρυσοστόμου, καί ἐπέσυρε συνοδική καταδίκη τῆς διδασκαλίας τοῦ Ὠριγένους. Πάντως, ἐξ ἀφορμῆς αὐτῆς τῆς ἀπόφασης, κατά τίς εἰδήσεις, ὁ Ἐπιφάνιος ἀπέστειλε καί ἐπιστολή πρός τόν Κωνσταντινουπόλεως Ἰωάννη. Ἔτσι, ἄν αὐτό ἀληθεύει, τότε παραμένει μετέωρο τό ἐρώτημα, γιατί καί ἀπό τῆς πλευρᾶς τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου δέν ὑπῆρξε προθυμία ἀπαντητικῆς ἐνημέρωσης πρός τόν Ἐπιφάνιο; Ἄν, δηλαδή, αὐτό γινόταν, ἀπό τόν Ἰωάννη, ἴσως, τά πράγματα νά ἦταν στή συνέχεια διαφορετικά. Πάντως, ὁ «Ἰωάννης μικρά φροντίσας τῶν μηνυθέντων αὐτῷ παρά τε Ἐπιφανίου ... τῇ διδασκαλίᾳ τῶν ἐκκλησιῶν προσεῖχε τόν νοῦν». Καί «Ἰωάννης, τήν μέν ἐπί τούτοις σπουδήν οὐκ ἀξίαν ἡγεῖτο λόγου, καί τά Ἐπιφανίου... γράμματα ἐν δευτέρῳ ἐποιεῖτο»καί « ... ἐν οὐδεμιᾷ ἐποιεῖτο φροντίδι», κατά τούς ἱστορικούς.
Ἔτσι, δέν ἀποκλείεται τό ἀναπάντητο στά γράμματα τοῦ πολιοῦ γέροντα Ἐπιφανίου νά θεωρήθηκε ἀπό τόν ἴδιο ὡς πρόσχημα ἀπόκρυψης τῆς πραγματικότητας ἀπό μέρους τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, καί ἄρα ἐνοχῆς του, γι’ αὐτό καί ἡ ἀπόφαση τῆς ἀνόδου του στήν Κωνσταντινούπολη.
Βέβαια, ἐδῶ ὁ Πολύβιος, μαθητής, ἀκόλουθος καί βιογράφος τοῦ Ἐπιφανίου, ἀναφέρει καί τοῦτο: «Συνέβη δέ δι’ ἀναγκαῖον πρᾶγμα Ἐπιφάνιον θέλειν ἀποπλεῖν ἐπί τήν βασιλίδα. Ἀκούσας δέ καί παρά Θεοφίλου τοιαῦτα περί Ἰωάννου, ἔσπευσεν πλέον τοῦ ἀνελθεῖν• οὐχ ἵνα Ἰωάννην κακοποιήσει, ἀλλ’ ἵνα αὐτῷ βοηθήσει. Λαβών οὖν ἐμέ καί Ἰσαάκ ἀπεπλεύσαμεν ἐν Κωνσταντίνου πόλει». Ἡ πληροφορία αὐτή, ὅσο καί ἄν μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ὡς προσπάθεια ἄμβλυνσης τῆς ἐπίκρισης ὁρισμένων τῆς στάσης τοῦ Ἐπιφανίου ἔναντι τοῦ Χρυσοστόμου, μπορεῖ καί νά περιέχει στοιχεῖα ἀληθείας, ὑπό τήν ἔννοια ὅτι ὁ Ἐπιφάνιος ἀνέβηκε στήν Κωνσταντινούπολη, καί γιά ἄλλους λόγους, ἀλλά καί γιά νά διακριβώσει ὁ ἴδιος προσωπικά καί ἐπί τόπου τό θέμα. Ἀπό τήν ἄλλη, εἶναι ἀναντίλεκτο ὅτι ὁ Θεόφιλος ἐχθρευόταν τό Χρυσόστομο καί καραδοκοῦσε νά τόν πλήξει. Ὅμως, παρά τήν ἀντιπάθεια καί τίς ἐχθρικές διαθέσεις καί ἐνέργειές του κατά τοῦ Κωνσταντινουπόλεως, ὁ Θεόφιλος δέν ἀπέπλευσε αὐτόκλητα πρός τήν Κωνσταντινούπολη καί, μάλιστα, κάλεσε καί ἄλλους, γιά νά ἐκδικάσει τό Χρυσόστομο, παρόλο πού τό ἤθελε καί τό ἐπιδίωκε, ἐξ ἀφορμῆς τῶν Μακρῶν ἀδελφῶν, ἀλλά κλήθηκε, γιά νά ἐκδικασθεῖ ὁ ἴδιος, ὅπως ἀναφέρει ὁ Παλλάδιος. Καί ἐδῶ ἡ παρατήρηση εἶναι ὅτι ἐπιβεβαιώνονται, ἔμμεσα, τά τοῦ Πολυβίου γιά τόν Ἐπιφάνιο, ὅτι δηλαδή ἀποφάσισε ἀπό μόνος του νά μεταβεῖ στήν Κωνσταντινούπολη.
Οἱ Μακροί ἀδελφοί, Διόσκορος, Ἀμμώνιος, Εὐσέβιος, Εὐθύμιος κ. ἄ., ἀρχικά εἶχαν τήν εὔνοια τοῦ Θεοφίλου. Ὁ Διόσκορος, μάλιστα, ἐκλέγεται ὑπ’ αὐτοῦ ἐπίσκοπος Ἑρμουπόλεως, ἐνῶ ἄλλοι δύο, ἐκ τῶν Μακρῶν ἀδελφῶν, διορίζονται οἰκονόμοι τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀλεξανδρείας. Σύντομα, ὅμως, ἀναγκάζονται νά ἐπιστρέψουν στή Νιτρία, στόν τόπο τῆς μετανοίας τους, πρός τό «μή προσβλάπτεσθαι τήν ψυχήν» τους, ἐξαιτίας τῆς ἀλλόκοτης συμπεριφορᾶς τοῦ Θεοφίλου καί τῆς φιλάργυρης διαγωγῆς του.
Ἔτσι, ἡ ἀγάπη του πρός αὐτούς μετατρέπεται σέ μῖσος. Ἀφορμή ἔδωσαν οἱ ὠριγενιστικές διαμάχες μεταξύ τῶν μοναχῶν τῆς Νιτρίας, ὠριγενιστῶν, μέ ἐπικεφαλῆς τούς Μακρούς ἀδελφούς, καί τῶν ἀντιωριγενιστῶν μοναχῶν τῆς Σκήτεως. Τότε ὁ Θεόφιλος ἀπό ὠριγενιστής, προκειμένου νά ἐκδικηθεῖ τούς ὠριγενιστές Μακρούς ἀδελφούς, ἀπέβηκε ἀντιωριγενιστής. Γι’ αὐτό, φρόντισε στή διαμάχη του αὐτή νά ἐμπλέξει καί τόν ἀντιωριγενιστή Ἐπιφάνιο, τόν «ἐπ’ εὐλαβείᾳ περιβόητον» καί τόν «βίον ἐπισημότατον», τόν ὁποῖο, νά σημειωθεῖ, παλαιότερα κατηγοροῦσε γιά «ἀνθρωπομορφισμό». Ἀπό ἐδῶ ἀρχίζει ὁ διωγμός κατά τῶν Μακρῶν ἀδελφῶν, οἱ ὁποῖοι, ὕστερα ἀπό πολλές περιπέτειες, κατέληξαν στήν Κωνσταντινούπολη. Τοῦτο, καί ἄν θεωρήθηκε ἀπό τό Θεόφιλο ὡς χρυσῆ εὐκαιρία νά ἐκδικηθεῖ τό Χρυσόστομο. Ὁ φθόνος, βέβαια, τοῦ Θεοφίλου, κατά τοῦ Ἰωάννου, χρονολογεῖτο, «ἀφοῦ ἀπαρχῆς ... ἠψυχώθη πρός τήν χειροτονίαν» τοῦ Χρυσοστόμου, ἐπιδιώκοντας νά ἐπιβάλει στό θρόνο Κωνσταντινουπόλεως τόν πρεσβύτερο Ἰσίδωρο, ἄνδρα τῆς δικῆς του ἐπιρροῆς. «Ἐμποδών ἐγένετο τῇ χειροτονίᾳ Θεόφιλος, Ἰσιδώρῳ σπουδάζων. Ὅς πρεσβύτερος ἦν τότε τῶν ὑπ’ αὐτόν, ἐπίτροπος τῶν ἐν Ἀλεξανδρείᾳ ξένων καί πτωχῶν».
Ἡ στάση τοῦ πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ἰωάννου ἔναντι τῶν Μακρῶν ἀδελφῶν ἦταν, εὐτυχῶς, σοφή καί ἡ ἐνδεδειγμένη ἐκκλησιαστικά, ἄν καί τά «κατά τήν Αἴγυπτον γινόμενα ... Ἰωάννης τέως ἠγνόει». «Ἔστη ὁ Ἰωάννης», σημειώνει ὁ Παλλάδιος, «καί εἶδε πεντήκοντα λογάδων ἀνδρῶν πολιάν πόνοις ἱεροῖς βαφεῖσαν ἠμφιεσμένους, καί δριμυχθείς φιλαδελφίας πάθει, κατά τόν Ἰωσήφ, δάκρυσι συνεσχέθη, πυνθανόμενος παρ’ αὐτῶν, ποῖος ὗς ἐκ δρυμοῦ ἤ μονιός ἄγριος τῇ πολυκάρπῳ ταύτῃ ἀμπέλῳ ἐβάσκανεν». Ὡστόσο, παρακάλεσε τούς ἄνδρας νά τηρήσουν «φιλόθεον σιγῆν» , ὡς πρός τήν ταλαιπωρία τους, παραχωρώντας τους κατάλυμα στό ναό τῆς ἁγίας Ἀναστασίας καί εὐελπιστώντας «εὐχερῶς μεταβάλλειν τήν Θεοφίλου πρός αὐτούς μνησικακίαν». Εἶναι χαρακτηριστική ἡ διακριτικότητα τοῦ ἱεροῦ πατρός, ὁ ὁποῖος, προκειμένου νά μήν προκαλέσει κανένα, ἔφθασε στό σημεῖο, ὥστε, ὄχι μόνο «οὐκ ἐδέξατο αὐτούς εἰς κοινωνίαν», ἀλλά καί «αὐτός οὐκ ἐπεκούρει τά πρός τήν χρείαν, γυναῖκες δέ φιλόθεοι ἐπήρκουν αὐτοῖς τήν δίαιταν, καί αὐτῶν συνεισφερόντων ἐκ μέρους τῇ τῶν χειρῶν ἐργασίᾳ». Παράλληλα, ὁ Ἰωάννης προσέγγισε κληρικούς τοῦ Θεοφίλου, οἱ ὁποῖοι διαβιοῦσαν, τότε, στήν Κωνσταντινούπολη καί οἱ ὁποῖοι «φιλαλήθως ἐμαρτύρησαν ... ὅτι ἴσμεν αὐτούς (τούς Μακρούς ἀδελφούς) καί μεγάλην ὑπέστησαν βίαν• καί εἰ βούλει, δέσποτα, τῆς μέν πνευματικῆς κοινωνίας αὐτοῖς μή μεταδῷς, ἵνα μή λυπήσῃς τόν πάπαν, φιλοφρόνησαι δέ ἐν τοῖς ἄλλοις». Ὡστόσο, ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ἀποτάθηκε καί πρός τό Θεόφιλο γιά τό ζήτημα αὐτό μέ ἀδελφικό καί υἱικό πνεῦμα, τηρώντας τήν ἐκκλησιαστική τάξη καί γράφοντάς του, μεταξύ ἄλλων, «λιπαρῶν» αὐτόν: «Ταύτην μοι παράσχου τήν χάριν ὡς τέκνῳ σῷ καί ἀδελφῷ, ἐναγκαλισάμενος τούς ἄνδρας». Δυστυχῶς, ὁ Θεόφιλος, ὄχι μόνο δέν ἀνταποκρίθηκε, ἀλλά ἑτοίμαζε πόλεμο. Ἔτσι, διαβάλλει μέ ψεῦδος, «ἠμφιεσμένον τήν πολυσχεδῆ συκοφαντίαν», τούς μοναχούς, ἰδιαίτερα, πρός τό παλάτι, ἐνῶ, στίς διαμεσολαβήσεις τοῦ Χρυσοστόμου, ἐκμαίνεται, ἐπιστέλλοντάς του: «Οἶμαι μέν σε μή ἀγνοεῖν τό διάταγμα τῶν ἐν Νικαίᾳ κανόνων, ὅπου θεσπίζουσιν ἐπίσκοπον ὑπερόριον μή κρίνειν δίκην• εἰ δέ ἀγνοεῖς ἀπόσχου τῶν κατ’ ἐμέ λιβέλλων. Εἰ γάρ δέῃ με κριθῆναι, παρά τῶν Αἰγυπτίων, καί οὐ παρά σοῦ, ἀφεστῶτος ἑβδομήκοντα πέντε ἡμερῶν ὁδόν».
Ἔτσι, ἦταν πλέον ἔκδηλες οἱ διαθέσεις τοῦ Θεοφίλου. Οἱ Μακροί ἀδελφοί, κατέφυγαν, ἰδιαίτερα, στήν αὐτοκράτειρα Εὐδοξία, συντάσσοντας «πολυστίχους δεήσεις» καί προτείνοντας τή διεξαγωγή δίκης, γιά μέν τήν περίπτωσή τους, «παρά τοῖς ἐπάρχοις», γιά δέ τό Θεόφιλο «ἐπί Ἰωάννου κριθῆναι». Ἡ δέηση τῶν Μακρῶν ἀδελφῶν φαίνεται ὅτι εἰσακούσθηκε, ἀφοῦ ἀποστάληκε ὁ Ἐλάφιος, ἐκ μέρους τοῦ αὐτοκράτορα, «διαγαγεῖν τόν Θεόφιλον», «ἑκόντα ἄκοντα δοῦναι δίκην παρά Ἰωάννου».
Ἑπομένως, ἡ εἴδηση αὐτή ἀφήνει ἐρωτηματικά, ὅπως προδηλώθηκε, ὡς πρός τό κατά πόσο ὁ Ἐπιφάνιος ἀνέβηκε στήν Κωνσταντινούπολη, ἐπηρεαζόμενος ἤ παρασυρόμενος ἀπό τό Θεόφιλο, προκειμένου νά παραστεῖ σέ δίκη κατά τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, ἀφοῦ ὁ Ἀλεξανδρείας, μέ αὐτοκρατορική ἀπόφαση καί μέ αὐτοκρατορικό ἀπεσταλμένο, τόν Ἐλάφιο, θά ὁδηγεῖτο, «ἑκών ἄκων», ὡς ὑπόδικος στήν Κωνσταντινούπολη καί, μάλιστα, γιά νά κριθεῖ ἀπό τόν Ἰωάννη!
Ἡ παρατήρηση ὁρισμένων ὅτι ὁ Θεόφιλος ἐσκεμμένα χρονοτριβοῦσε τήν ἀναχώρησή του γιά τήν Κωνσταντινούπολη, προσβλέποντας σέ ἀλλαγή τοῦ αὐτοκρατορικοῦ κλίματος κατά τοῦ Χρυσοστόμου καί ὑπέρ τοῦ προσώπου του, δέν μπορεῖ νά εὐσταθεῖ. Ὁ Παλλάδιος εἶναι σαφής. Ἡ αὐτοκρατορική ἐντολή ἦταν ρηματική, νά ὁδηγηθεῖ ὁ Θεόφιλος «ἑκών ἄκων». Οὔτε, ἀσφαλῶς, καί τά, ὅσα διατυπώνονται, περί προσεκτικῆς καί μεθοδευμένης μετάβασης τοῦ Θεοφίλου στήν Κωνσταντινούπολη, μποροῦν νά σταθοῦν, μέ βάση τίς εἰδήσεις τοῦ Παλλαδίου, περί δῆθεν ἀλλαγῆς τοῦ κλίματος ὑπέρ τοῦ Ἀλεξανδρείας καί, ἄρα, καταδίκης τοῦ Χρυσοστόμου.
Ἀλλά, καί ἄν γίνει ἀποδεκτό ὅτι ὁ Θεόφιλος, μέ τίς ραδιουργίες καί τίς σκευωρίες του, καί τό «ἀμφαλλάξ», τό ἀλλοπρόσαλλο τοῦ χαρακτήρα του, ἄλλωστε ἔτσι τό χαρακτήριζαν, κατόρθωσε νά χρονοτριβήσει, μέχρι νά ἀλλάξουν τά πράγματα, καί αὐτό, πάλι, δέν εὐσταθεῖ, γιατί ὁ Θεόφιλος τίποτε δέ θά ἐπιτύγχανε, οὔτε καί μέ τή φερόμενη σύμπραξη τοῦ «ἐπ’ εὐλαβείᾳ περιβοήτου Ἐπιφανίου», ἄν, στό μεταξύ, δέ διαμεσολαβοῦσε ἡ ρήξη τοῦ Χρυσοστόμου μέ τό παλάτι. Καί ἐδῶ ἐντοπίζεται τό κλειδί τῆς ἀλλαγῆς τῶν πραγμάτων κατά τοῦ Ἰωάννου καί τῆς καταδίκης του.
Ἀναμφίβολα, στήν Κωνσταντινούπολη, καί ὄχι μόνο, σωβοῦσε ἕνα δυσμενές κλίμα ἐναντίον τοῦ πατριάρχη. Οἱ καινοτομίες γιά τό πνευματικό καλό τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιφέρειας Κωνσταντινουπόλεως, τά μέτρα, τά ὁποῖα ἔλαβε «κατά τῆς ἐπιπλάστου καλοζωΐας ... περί τῶν καλουμένων συνεισάκτων», οἱ ἐπιθέσεις τοῦ Χρυσοστόμου ἐναντίον τῶν «βαλαντιοσκόπων» κληρικῶν, οἱ ἀλλαγές, τίς ὁποῖες ἐπέβαλε στό τάγμα τῶν χηρῶν, ἡ στροφή τοῦ ἐλεγκτικοῦ ξίφους του κατά τῶν πλουσίων, ἡ καθιέρωση παννύχιων ἀκολουθιῶν, ἀλλά καί ἡ ἀνοικοδόμηση εὐαγῶν ἱδρυμάτωνκ.ἄ., ἀντί νά ἐκτιμηθοῦν, τό ἀντίθετο, προκάλεσαν τήν ἔχθρα καί τόν φθόνο τῶν ἐπηρεαζομένων καί τή δράση τοῦ μισόκαλου δαίμονος.
Παράλληλα, ἡ ἐνέργεια τοῦ Χρυσοστόμου νά περιοδεύσει ἐπί τρίμηνο σέ ἐπισκοπές τῆς Μ. Ἀσίας καί μέ συνοδικές πράξεις νά προβεῖ σέ καταδικαστικές καί καθαιρετικές ἀποφάσεις κατά δεκάδων ἐπισκόπων, ἀσφαλῶς, καί διεύρυνε τόν κύκλο τῶν ἐχθρῶν του καί ἐπιβάρυνε τό κατ’ αὐτοῦ δυσχερές κλίμα, τό ὁποῖο καθημερινά διογκωνόταν.
Ἀσφαλῶς, ἡ πιό πάνω συγκεκριμένη κίνηση τοῦ Ἰωάννου Χρυσοστόμου, ὅσο καί ἄν ἦταν, ἐκ τῶν πραγμάτων δικαιολογημένη καί ἐπιβεβλημένη, ὡστόσο κρίνεται ἀντικανονική, ἀφοῦ συνέβαινε ἐκτός τῆς δικαιοδοσίας τοῦ θρόνου Κωνσταντινουπόλεως καί ἐρχόταν σέ σύγκρουση μέ τήν ἀπαγόρευση, καί ἐκ μέρους τοῦ Κωνσταντινουπόλεως, κάθε ὑπερόριας ἐκκλησιαστικῆς πράξης.
Τοῦ δυσμενοῦς, κατά τοῦ Χρυσοστόμου κλίματος, προεξάρχοντες ἦταν ὁ Γαβάλων Σευηριανός, ὁ Βεροίας Ἀκάκιος, ὁ Πτολεμαΐδος Ἀντίοχος, ὁ μοναχός Ἰσαάκιος κ.ἄ. Ἰδιαίτερα ὁ Γαβάλων Σευηριανός, ὁ ὁποῖος ὁρίσθηκε ἀπό τό Χρυσόστομο καί ἐκπρόσωπός του, κατά τήν ἀπουσία του στή Μ. Ἀσία, στάθηκε ἀνάξιος τῆς ἐμπιστοσύνης του, ἀφοῦ μέ ἐπιμέλεια ἐργαζόταν διαβρωτικά καί συκοφαντικά γιά τόν Ἰωάννη, συνεπικουρούμενος, βέβαια, καί ἀπό τίς δυσαρέσκειες, πού προκαλοῦσε ὁ ἀρχιδιάκονος Σεραπίωνας.
Ὅλα, ὅμως, τά ἀνωτέρω, ὅπως προαναφέρθηκε, δέν θά μποροῦσαν νά προκαλέσουν ζημιά προσωπική καί καίρια στό Χρυσόστομο, ἄν οἱ σχέσεις του μέ τό παλάτι, καί, μάλιστα, μέ τήν αὐτοκράτειρα Εὐδοξία, δέν διαταράσσονταν. Καί πρός τήν κατεύθυνση αὐτή ὁδήγησε ὁ φθόνος «τάς διανοίας τῶν μισθωτῶν ποιμένων», οἱ ὁποῖοι ἔπλεξαν «διαβολάς κατά τοῦ Ἰωάννου, μεταποιήσαντες αὐτοῦ τινάς ὁμιλίας εἰς ὕθλους, κατά τῆς βασιλίσσης καί ἑτέρων τῶν ἐν τῇ αὐλῇ τοῦ βασιλέως».

(συνεχίζεται)
περιοδικό Παράκληση, τ.101