της κ. Παναγιώτας Μορίδου, Φιλολόγου

Ένα Σαββατιάτικο πρωινό του Δεκέμβρη του 1954, λίγες μέρες πριν κλείσουν τα σχολεία για τα Χριστούγεννα, τα σφριγηλά νιάτα ξεχύνονται στους δρόμους, για να διαδηλώσουν τον πόθο τους για λευτεριά. Φυσάει λίγο βοριαδάκι, δεν τους ενοχλεί. Είναι ο άνεμος της λευτεριάς που αγγίζει το νησί. Οι μαθητές αφήνουν τα θρανία και φεύγουν σαν κυνηγημένα πουλιά. Ανάμεσά τους η Δήμητρα, η Λέλα, η Ξάνθη, η Μόνικα, η Γεωργία, η Αθηνά, η Αρετή, η Παναγιώτα, ο Ανδρέας, ο Ρένος, ο Αργύρης κι άλλοι πολλοί. Περπατούν όλοι με γοργό βηματισμό και κατευθύνονται στην Καθολική, την εκκλησία της Παναγίας της Παντάνασσας. Μες στους νεανικούς τους πόθους φουντώνουν δάφνες και μυρτιές. Τα λάβαρα κυματίζουν, η ατμόσφαιρα δονείται από τα θούρια.
1 apriliou«Η Κύπρος μας που στέναζε τόσους αιώνες σκλάβα
και μάτωναν τα χέρια της τόσα δεσμά βαριά»
Βρισκόμαστε σε μία καταιγίδα αλλιώτικη από τις άλλες .. .Οι εκρήξεις μέσα από τα μαθητικά στήθια είναι αλλεπάλληλες. «Να φύγουν οι Άγγλοι», «Θέλουμε τη λευτεριά μας», «Ένωση με τη μητέρα Ελλάδα»!
Μνήμες κι αισθήματα ραγισμένα! Έφτασε η μεγάλη στιγμή. Οκτακόσια χρόνια σκλάβα η Κύπρος!..Ποτάμι το αίμα χύθηκε σ’ αυτό το νησί! Ζητωκραυγές, συνθήματα αντιβρετανικά, θούρια. Οι μαθητές προχωρούν ακάθεκτοι, μοιάζουν με άλογα που καλπάζουν. Η ατμόσφαιρα δονείται από εθνικό παλμό. Οι νέοι με τις φλογισμένες καρδιές έχουν δικαίωμα στο όνειρο. Ο Μητροπολίτης της Λεμεσού Άνθιμος, από την ωραία πύλη μίλησε με θέρμη και πατριωτισμό και πυρπόλησε τις ψυχές μας. Μας είπε για την αδικία πουδέρνει το νησί, μας μίλησε γι’ αυτοδιάθεση κι εθνική ανάσταση.
Η σύλληψη δύο νέων που κατέβασαν τις Αγγλικές σημαίες από τα Κυβερνητικά κτήρια κι ανάρτησαν Ελληνικές, εξαγρίωσαν τον μαθητόκοσμο. Η οργή ξεχείλισε κι άρχισαν να φωνάζουν σαν αλλοπαρμένοι και να πετροβολούν τα στρατιωτικά αυτοκίνητα. Πυρπόλησαν ένα στρατιωτικό τζιπ! Τα αίματα άναψαν. Μία παγωμάρα και σιωπή απλώθηκε. Οι μαθητές έμειναν αταλάντευτοι στις θέσεις τους. Οι στρατιώτες άρχισαν να ρίχνουν καπνογόνα και να πυροβολούν στο ψαχνό. Με τα μάτια ανέκφραστα, λειτούργησαν σαν κατακτητές, σαν κοινοί εγκληματίες. Τραυματίστηκαν κρίσιμα τρεις νέοι, ένας δεκαεπτάχρονος και δύο δεκαοκτάχρονοι και μεταφέρθηκαν σε κλινική. Ο ένας από τους τρεις, ο Ρένος Πουγιούκας έμεινε παράλυτος σ’ όλη του τη ζωή. Το αίμα που χύθηκε, έδωσε παρηγοριά στην κουρασμένη και πολύπαθη γη. Συγκίνηση, αγωνία, συγκλονισμός. Μαύρισε η ψυχή μας, αλλά δεν λύγισε! Οι νέοι έκαναν το καθήκον τους, λειτούργησαν σαν Έλληνες. Οι διδαχές των καθηγητών έπιασαν τόπο. Μέσα στο σκηνικό της μούχλας μπήκε απρόσμενα η Άνοιξη! Αυτή τη μέρα οι μαθητές της Λεμεσού έγραψαν ιστορία, μία ιστορία γλυκιά και πικρή. Μία ιστορία πόνου!
Λίγους μήνες μετά, νέες εκρήξεις δόνησαν την κυπριακή ατμόσφαιρα. Την 1ην Απριλίου του 1955 άρχισε ο πιο υπέροχος απελευθερωτικός αγώνας, όπως ομολόγησε κάποιος. Μία δράκα παλληκαριών, οι ελεύθεροι πολιορκημένοι, ατρόμητοι, απροσκύνητοι και μονιασμένοι, χωρίς πολεμική πείρα, καθήλωσαν στα στρατόπεδα τους 40 χιλιάδες Βρετανούς στρατιώτες και τους πολιορκούσαν. Τι να πρωτοθυμηθώ και να καταγράψω! Το ολοκαύτωμα του Αυξεντίου, τον ηρωισμό των αγωνιστών στον ταπεινό αχυρώνα του Λιοπετρίου, τον απαγχονισμό του Ευαγόρα Παλληκαρίδη και των άλλων 8 νέων, τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, τα φρικτά βασανιστήρια, τον πόνο, το καυτό δάκρυ! Όλοι αυτοί οι αγωνιστές, ανάμεσά τους και μαθητές, μεγαλούργησαν, γιατί είχαν φλογισμένες τις καρδιές τους από Πατρίδα και Χριστό. Όλοι ήταν μορφές γλυκύτατες που ξεπέρασαν τον φυσιολογικό πόθο για επιβίωση. Επιχείρησα ένα ταξίδι στον χρόνο κι έφερα στο προσκήνιο μνήμες ματωμένες. Οι αγώνες και οι θυσίες των ηρώων και παλληκαριών της ΕΟΚΑ, του Μακαρίου και του στρατηγού Γρίβα Διγενή δεν ευοδώθηκαν και τα δεινά της Κύπρου συνεχίζονται. Το παράδειγμά τους ας γίνει φάρος φωτεινός που θα καταυγάζει τις ψυχές των νέων μας. Ευχή όλων μας είναι να ηχήσουν αναστάσιμες καμπάνες και η Κύπρος μας ν’ απολαύσει πραγματική ελευθερία και η χαρά και η ειρήνη να βασιλέψει και πάλι στο αγαπημένο μας νησί. Θέλω να τελειώσω με κάποιους στίχους του χριστιανού ποιητή Γ. Βερίτη που ‘ναι γεμάτοι αισιοδοξία:

Χαρά και γέλιο και καμάρι
ψηλά το μέτωπο παιδιά.
Γλυκά θα λάμψουν χίλιοι φάροι
μες στην ανάστερη βραδιά.
Γλυκά θα λάμψουν χίλια φώτα
για σε πατρίδα μας γλυκιά
και θα ‘ναι η δόξα σου
σαν πρώτα και θα ‘χεις χάρη θεϊκιά.

(Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “Παράκληση. Περιοδική
Ἔκδοση Ἱερᾶς Μητροπόλεως Λεμεσοῦ”, τεῦχος 77)