τοῦ κ. Ἀθανασίου Ε. Καραθανάση Ὁμοτίμου Καθηγητοῦ Α.Π.Θ., Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου Λευκωσίας

Στίς 2 Μαΐου 1919 ὁ ἑλληνικός στρατός ἀποβιβάσθηκε στό λιμάνι τῆς Σμύρνης, ἀφοῦ πρῶτα ὁ Βενιζέλος πέτυχε τήν ἔγκριση τῶν νικητῶν συμμάχων τῆς Entente τοῦ Α´ Παγκοσμίου Πολέμου. Τοῦτο συνέβη στή Διάσκεψη τῆς Εἰρήνης στό Παρίσι, ὡς συνέχεια, τρόπον τινά, τῆς ἀνακωχῆς τοῦ Μούδρου (17/30 Ὀκτωβρίου 1918), κατά τήν ὁποία οἱ σύμμαχοι ἐπέβαλαν στήν Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία τοῦ Σουλτάνου Μεχμέτ ΣΤ’ ταπεινωτικούς ὅρους.
Ἡ ἀλήθεια, πάντως, εἶναι ὅτι ὁ ἑλληνικός στρατός ἀποβιβάσθηκε στήν Σμύρνη ὡς προστάτης τῶν συμφερόντων τῶν Συμμάχων στήν Ἀνατολή, κι ἄς πίστευε ὁ Μικρασιατικός Ἑλληνισμός μαζί κι ὁ ἑλληνικός λαός, ὅτι ἦλθε ὡς ἐλευθερωτής. Ἤδη ἀπό τήν πρώτη μέρα τῆς ἀποβίβασης μέ τά θλιβερά ἐπεισόδια σέ βάρος τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ κι ἡ φιλοτουρκική στάση τῶν Συμμάχων τά δύο ἑπόμενα χρόνια προοιώνιζαν τήν Καταστροφή τοῦ 1922.
1 ft3KBΚι ἄς μή κρυβόμαστε, ἡ Ἑλλάδα πήγαινε στή Μ. Ἀσία μέ χαίνουσες τίς πληγές τοῦ Ἐθνικοῦ Διχασμοῦ, πού συνέχισαν νά αἱμορραγοῦν καθόλη τήν Μικρασιατική Ἐκστρατεία, ἰδιαίτερα μάλιστα μετά τίς ἐκλογές τοῦ Νοεμβρίου 1920 καί τήν ἐπιστροφή τοῦ βασιλέα Κωνσταντίνου, προσώπου μισητοῦ στούς Συμμάχους ἀπό τόν Α´ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ὁ ἑλληνικός στρατός ἐνεργοῦσε, ὡς τό καλοκαίρι τοῦ 1920, πάντα ὑπό τήν ἔγκριση τοῦ Ἀνωτάτου Συμβουλίου τῶν Συμμάχων καί τοῦ ἐκπροσώπου τοῦ ναυάρχου Κάλθορπ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ἀποτελεῖ τό μειονέκτημα νά μή μπορεῖ νά ἐνεργεῖ πέρα τῶν 1.000-1.500 μέτρων ἀπό τίς ζῶνες κατοχῆς του. Ὡστόσο, καί πάντα μέ τήν ἔγκριση τῶν Συμμάχων καί τοῦ θλιβεροῦ ἁρμοστῆ Στεργιάδη, ὡς τά τέλη Μαΐου 1919, μέσα σέ ἕνα μήνα δηλαδή, κατέλαβε τό Ἀϊδίνι, τό Ὀδεμήσι, τά Θείρα, τό Βαϊνδήρι, τήν Μαγνησία, τήν Πέργαμο, τό Ἀξάρι, τά Σόμα. Τούς ἑπόμενους μῆνες κι ὡς τόν Ἰούνιο τοῦ 1920, καί πάντα μέ τήν ἔγκριση τῶν Συμμάχων, ὁ στρατός μας κατέλαβε τήν Φιλαδέλφεια, τό Μπαλικεσίρ, τήν Πανόρμο, τά Κοῦλα, φθάνοντας ὡς τήν Προῦσα (Ἰούνιος 1920).
Ἡ γιγάντωση τοῦ ἐθνικιστικοῦ κινήματος τοῦ Κεμάλ, μέ τήν ἐκλογή του ὡς Προέδρου τῆς Μεγάλης Ἐθνοσυνέλευσης τῆς Ἄγκυρας (10 Ἀπριλίου 1920), ἀνησύχησε τούς Συμμάχους καί γιά τοῦτο ἐπέτρεψαν ὡς ἐκεῖ τήν προέλαση τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ. Στίς 10 Αὐγούστου 1920 ὑπογράφηκε ἡ περιώνυμη συνθήκη τῶν Σεβρῶν, πού σήμαινε τήν Ἑλλάδα τῶν πέντε ἠπείρων καί τῶν πέντε θαλασσῶν κι ὁ ἑλληνικός λαός πανηγύριζε μέ γιορτές σέ ὅλη τήν ἐπικράτεια. Ἡ πραγματικότητα ἦταν, ὅμως, ἄλλη, καθώς εὐθύς ἀμέσως οἱ Σύμμαχοι ἄρχισαν τήν ὑπονόμευσή της καί στήν Τουρκία αὐξανόταν τό κεμαλιστικό ἐθνικιστικό κίνημα. Ἀκολούθησαν ἡ ἀπόπειρα δολοφονίας τοῦ Βενιζέλου στό Παρίσι (12 Αὐγούστου 1920), ὁ περίεργος, κατά πολλούς, θάνατος τοῦ βασιλέα Ἀλεξάνδρου (12 Ὀκτωβρίου), ἡ ἀπροσδόκητη ἥττα τοῦ Βενιζέλου στίς ἐκλογές τοῦ Νοεμβρίου. Εἶχε προηγηθεῖ ἡ δολοφονία τοῦ Ἴωνος Δραγούμη ἀπό τούς βενιζελικούς τοῦ Γρυπάρη (31 Ἰουλίου 1920). Ἡ νικήτρια τῶν ἐκλογῶν ἀντιβενιζελική Ἀντιπολίτευση ἀναγκάστηκε, παρά τίς προεκλογικές ὑποσχέσεις της περί τερματισμοῦ τοῦ μικρασιατικοῦ πολέμου, νά τόν συνεχίσει στό πλαίσιο τῆς Συνθήκης τῶν Σεβρῶν. Δυστυχῶς, ὁ Ἐθνικός Διχασμός ἦταν παρών δύσκολες ὧρες: Ἀμυνίτες ἀξιωματικοί, μπαρουτοκαπνισμένοι ἀπό τό 1897, τόν Μακεδονικό Ἀγώνα, τούς βαλκανικούς πολέμους, τόν Α´ Παγκόσμιο Πόλεμο, τήν Οὐκρανική Ἐκστρατεία, παραιτήθηκαν μετά τίς ἐκλογές τοῦ Νοεμβρίου καί στήν θέση τους ἦλθαν ἀξιωματικοί ἀπότακτοι τοῦ 1917, πού ἀγνοοῦσαν τίς συνθῆκες τοῦ μικρασιατικοῦ πολέμου, ἀναμφισβήτητα ἔντιμοι καί γενναῖοι, ἀλλά καί ἄλλοι πού ὡς τότε ὑπηρετοῦσαν σέ διοικητικές θέσεις, προαχθέντες σέ βάρος τῶν πολεμιστῶν συναδέλφων τους. Τό 1921 ἦταν νικηφόρο, ἀλλά καί δραματικό γιά τόν στρατό μας, μέ ἀποκορύφωμα τίς μάχες τοῦ Τουμπλοῦ Μπουνάρ (Μάρτιος 1921), τήν κατάληψη τῆς Κιουτάχειας, τοῦ Ἐσκί Σεχίρ, τοῦ Ἀφιόν Καραχισάρ (Ἰούλιος 1921).
Θά εἶναι πάνω ἀπό ἑκατό οἱ τόποι θυσίας ἑκατοντά - δων ἀξιωματικῶν, ὑπαξιωματικῶν καί ὁπλιτῶν τοῦ στρατοῦ μας, ὅπου ἀντιμετώπισαν, σέ μικρές καί μεγάλες αἱματηρές μάχες τόν ἐθνικά καί θρησκευτικά φανατισμένο κεμαλικό στρατό. Κι οἱ «Σύμμαχοι» Γάλλοι, Ἰταλοί, μαζί κι οἱ μπολσεβίκοι, νά στηρίζουν ποικιλοτρόπως, φανερά καί κρυφά, τόν Κεμάλ ἤδη ἀπό τόν Μάρτιο τοῦ 1920. Τέτοιες ἦσαν οἱ συμφωνίες Γαλλίας-Τουρκίας (21 Μαρτίου 1921), Ρωσίας-Τουρκίας (3 Μαρτίου 1921).
Κι ὅσο συνεχιζόταν ὁ πόλεμος γινόταν φανερή ἡ μεγάλη ἔλλειψη σέ ἐφεδρεῖες, ἡ στέρηση τῶν οἰκονομικῶν, οἱ ἀστείρευτες ἐφεδρεῖες τοῦ Κεμάλ, ἡ φιλοτουρκική στάση τῆς διεθνοῦς διπλωματίας (Διάσκεψη τοῦ Λονδίνου, Φεβρ. 1921, μέ τήν συμμετοχή ἑλληνικῆς καί κεμαλικῆς ἀντιπροσωπίας).
Σιγά-σιγά ἐπερχόταν ἡ κόπωση τοῦ στρατοῦ μας, πού ἀκόμη κι οἱ νίκες στό Ἐσκί Σεχίρ, τήν Κιουτάχεια, τό Ἀφιόν Καραχισάρ δέν τόνωσαν τό ἠθικό του. Οὔτε οἱ παρασημοφορήσεις τῶν σημαιῶν τῶν ἡρωικῶν συνταγμάτων στό Ἐσκί Σεχίρ (Ἰούλιος 1921) ἀπό τόν βασιλέα Κωνσταντῖνο, πού ἔφθασε στό μέτωπο, μολονότι ἀσθενής, γιά τήν τόνωση τοῦ ἠθικοῦ τοῦ στρατοῦ μας. Οἱ ἐπιχειρήσεις ὡς τό θέρος τοῦ 1921 ἦσαν ἀναμφισβήτητα νικηφόρες, ἀλλά δέν ἔφεραν τό ἐπιθυμητό ἀποτέλεσμα, ἤτοι τή διάλυση τοῦ κεμαλικοῦ στρατοῦ, πού, στό μεταξύ, εἶχε βελτιωθεῖ θεαματικά σέ ὀργάνωση, σύνθεση, ἐνισχύσεις. Ἀντίθετα, ἡ ἑλληνική στρατιά εἶχε ἀνάγκη ἐνισχύσεων, ἀναγκασμένη νά καλύψει τό μέτωπο τῶν 700 χιλιομέτρων, ἀπό βορρᾶ (Κίος, Μουδανιά) ὡς νότο, τήν κοιλάδα τοῦ Μαιάνδρου. Ἀ π έ λ π ι δ α ἦταν ὁμολογουμένως ἡ προσπάθεια τῆς προέλασης ὅλης τῆς Στρατιᾶς «πέραν» τοῦ Σαγγαρίου, ὅπου θά συναντοῦσε στούς ὀχυρωμένους λόφους, ἔξω ἀπό τήν Ἄγκυρα, τόν Κεμάλ καί τόν στρατό του, νά τόν νικήσει καί νά φθάσει ὡς τήν Ἄγκυρα καί τήν Κόκκινη Μηλιά τῶν θρύλων καί τῶν παραδόσεων τοῦ λαοῦ μας. Στούς γρανιτένιους αὐτούς λόφους τοῦ Κάλε Γκρότο, τοῦ Ἀρντίζ Ντάγ, τοῦ Κανλί Γκιόλ, τοῦ Μαγκάλ, τοῦ Ταμπούρ Ὀγλοῦ κ.ἄ., ἀπό τίς 10-28 Αὐγούστου 1921, δόθηκαν σκληρές μάχες μέ τεράστιες ἀπώλειες ἑκατέρωθεν, κατά τίς ὁποῖες ὁ ἑλληνικός στρατός ἀπώλεσε τό 1/3 σέ ἐμπειροπόλεμους ἀξιωματικούς καί ὁπλίτες. Κανείς δέν μπορεῖ νά περιγράψει τόν ἡρωισμό καί τήν αὐτοθυσία τοῦ στρατοῦ μας στίς μάχες αὐτές τοῦ Σαγγαρίου, ὅπου πολεμοῦσε νηστικός, ἄυπνος, μέ τρεῖς Μεραρχίες, καταπονημένος ἀπό τήν διέλευση τῆς ἄνυδρης καί ἄξυλης Ἁλμυρᾶς Ἐρήμου. Κι ἦταν ὁ νικητής! Ἀναγκάστηκε, ὅμως, νά ἐγκαταλείψει τούς αἱματοβαμμένους αὐτούς λόφους, γιατί ἔλειπαν οἱ ἐφεδρεῖες, ἡ τροφοδοσία, τά πυρομαχικά καί νά ἐπιστρέψει στούς χώρους ἐξόρμησής του, τό Ἐσκί Σεχίρ, τό Οὐσάκ, τήν Προῦσα. Κι ὅμως, ἀπό τούς λόφους αὐτούς οἱ στρατιῶτες μας ἔβλεπαν τά φῶτα τῆς Ἄγκυρας καί τίς στέγες τῶν σπιτιῶν της. Στήν Ἄγκυρα, ὅπου οἱ κάτοικοί της ἀγωνιοῦσαν, περιμένοντας ἀπό ὥρα σέ ὥρα μέ δέος τόν ἑλληνικό στρατό.
Ἦταν ὀδυνηρή, πράγματι, ἡ ἐπιστροφή τοῦ στρατοῦ μας πάλιν πίσω, δυτικά τοῦ Σαγγαρίου, ὅπου ἔλαβε ἐπί ἕνα χρόνο θέσεις ἐνεργητικῆς ἄμυνας. Ὅσο γιά τήν κυβέρνηση, αὐτή βρισκόταν μπρός στό δίλημμα ἀποστράτευση καί ἐγκατάλειψη τῆς Μ. Ἀσίας ἤ ἀναγκαστικό δάνειο, καθόσον οἱ πρώην «Σύμμαχοι» ἀρνοῦνταν τήν χορήγηση νέου. Τόν Μάρτιο τοῦ 1922 ἡ κυβέρνηση Γούναρη ὑποχρεώθηκε νά συνάψει ἐσωτερικό δάνειο, διχοτομώντας τό τρέχον νόμισμα, πράξη πού δήλωνε τήν βούλησή της νά συνεχίσει τόν πόλεμο στήν Μ.Ἀσία. Στό μεταξύ, ὁ Κεμάλ ἐνισχυόταν οἰκονομικά καί στρατιωτικά ἀπό τούς πρώην «Συμμάχους», ἀκόμη καί τήν Σοβιετική Ἕνωση, μέ τήν ὁποία εἶχε συνάψει σχετική συμφωνία τήν 3η Μαρτίου 1922. Τόν μήνα αὐτό στήν Διάσκεψη τῶν Παρισίων ζήτησαν ἀπό τήν Ἑλλάδα νά συνθηκολογήσει μέ τόν Κεμάλ καί νά ἐκκενώσει τήν Μ. Ἀσία, πράγμα πού προκάλεσε τήν ἀγανάκτηση καί τήν ὀργή τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ.
Τό στρατιωτικό καί διπλωματικό ἀδιέξοδο προσπάθησαν, μέ τήν Μικρασιατική Ἄμυνα, νά λύσουν ἐπιφανεῖς Σμυρναῖοι μέ ἐπικεφαλῆς τόν Μητροπολίτη Σμύρνης ἱεροεθνομάρτυρα Χρυσόστομο Καλαφάτη (Φεβρουάριος – Ἀπρίλιος 1922), πού βρῆκε ἀντίθετη τήν κυβέρνηση τῶν Ἀθηνῶν καί τόν ὕπατο ἁρμοστή Στεργιάδη. Τόν Μάιο 1922 παραιτήθηκε ὁ ἀρχιστράτηγος Παπούλας, πού εἶχε διαδεχθεῖ τόν Λεωνίδα Παρασκευόπουλο τόν Νοέμβριο τοῦ 1920. Ἦταν γενναῖος καί ἔντιμος, ἀλλά ἄμοιρος τῆς σύγχρονής του στρατιωτικῆς τέχνης. Τόν Παπούλα ἀντικατέστησε ὁ μοιραῖος Χατζανέστης. Πλησίαζε ἡ ὥρα τῆς καταστροφῆς.
Ἡ Καταστροφή
Τό πρωί τῆς 13ης Αὐγούστου 1922 ὁ Κεμάλ ἄρχισε σφοδρό βομβαρδισμό μέ ὅλες σχεδόν τίς δυνάμεις τοῦ πυροβολικοῦ του. Ὁ ἴδιος καί οἱ ἐπιτελεῖς του εἶχαν ἐπισημάνει τό ἀδύνατο σημεῖο τῆς «ἐξέχουσας» τοῦ Ἀφιόν Καραχισάρ κι ἐκεῖ ἔστρεψαν τά πυρά τους. Ἡ «ἐξέχουσα» ἦταν μία γωνία τῆς ἀμυντικῆς διάταξης τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ. Οἱ δύο ἑλληνικές μεραρχίες, ἡ I τοῦ Φράγκου καί ἡ IV τοῦ Δημαρᾶ δέν ἄντεξαν τήν πίεση τῶν δέκα ἐπιτιθέμενων τουρκικῶν μεραρχιῶν καί τοῦ συνόλου τοῦ πυροβολικοῦ τους. Τήν ἑπομένη, 14 Αὐγούστου, ὁ διοικητής τοῦ Α’ Σ.Σ. στρατηγός Τρικούπης, πού εἶχε τήν εὐθύνη τοῦ νότιου τομέα τῆς Στρατιᾶς, διέταξε τήν ἐκκένωση τοῦ Ἀφιόν Καραχισάρ. Ἀπό ἐκείνη τήν στιγμή ἄρχισε ὁ Γολγοθάς τῶν ἀνδρῶν τοῦ Α’ καί Β’ Σ.Σ. τῶν στρατηγῶν Τρικούπη καί Διγενῆ. Εἶναι δύσκολο νά παρακολουθήσει κανείς τήν συνεχῆ ὑποχώρηση τῶν δύο Σωμάτων, τίς ἀλλεπάλληλες διαταγές τῆς Στρατιᾶς, πού πληροφορήθηκε στήν Σμύρνη τήν τουρκική ἐπίθεση τρεῖς ὧρες ἀργότερα. Τό τραγικό ἦταν ὅτι τά δύο Σώματα, τό Α’ καί τό Β’, ἀδυνατοῦσαν νά ἐπικοινωνήσουν καθώς ὁ κεντρικός ἀσύρματος εἶχε χαθεῖ μεταξύ τῆς ἕδρας τοῦ Α’ Σ.Σ. καί τοῦ Ἐσκί Σεχίρ. Πέρα τούτων, ἡ Στρατιά εἶχε ἀμελήσει νά ὀργανώσει ζῶνες ἄμυνας, διαύλους ἐπικοινωνίας, δέν εἶχε προσέξει τά ἀδύνατα σημεῖα τῆς «ἐξέχουσας», ἀπό τά ὁποῖα εἰσέδυε τό ἐχθρικό ἱππικό στά νῶτα τοῦ στρατοῦ. Εἶχε, ἀκόμη, διασπείρει τίς δυνάμεις της καί τό πυροβολικό της σέ ὅλο τό μῆκος τῶν 700 χιλιομέτρων, ἀπό τά Μουδανιά ὡς τόν Μαίανδρο. Δέν εἶχε, ἄραγε, προσέξει τήν παρουσία τοῦ Κεμάλ καί τῶν ἐπιτελῶν του στά παρατηρητήρια 5-6 χιλιόμετρα ἀπό τό Ἀφιόν κι εἶχε ἀδιαφορήσει γιά τήν κατάσταση πού ἐπικρατοῦσε στό Ἀφιόν, πού θύμιζε ξένοιαστη ἐποχή. Ἐπέτρεψε νά λειτουργοῦν ἐκεῖ τά νοσοκομεῖα τοῦ Γ’ Σ.Σ., τά κέντρα ἐφοδιασμοῦ, ὄρχων αὐτοκινήτων, ποικίλες ἀποθῆκες κι ἐπιπλέον δημόσια θεάματα, ἀρκετοί οἶκοι ἀνοχῆς μέ ὕποπτες γυναῖκες, πού μερικές τους λειτουργοῦσαν ὡς κατάσκοποι τοῦ Κεμάλ. Στό στράτευμα ὁ Ἐθνικός Διχασμός συνεχιζόταν, οἱ λιποταξίες αὐξάνονταν, οἱ ἀδειοῦχοι δέν ἐπέστρεφαν, ἡ πειθαρχία ἀκόμη καί στίς τάξεις τῶν ἀξιωματικῶν εἶχε κλονισθεῖ. Οἱ κομμουνιστικές καί σοσιαλιστικές θεωρίες πού κυκλοφοροῦσαν μεταξύ τῶν μορφωμένων στρατιωτῶν εἶχαν ἐπηρεάσει, κατά ἕνα τρόπο, τό ἠθικό τοῦ στρατεύματος. Κι ὁ δυστυχής στρατός ἄυπνος, διψασμένος, πεινασμένος, ὑποχωροῦσε ἄτακτα. Τόν εἶχαν προδώσει, ἀκόμη, κι οἱ ἀξιωματικοί του. Καί πολεμοῦσε ἀσταμάτητα. Ὁ Κεμάλ, μέρα μέ τήν μέρα προσπαθοῦσε νά τόν περικυκλώσει. Κύρια φροντίδα τοῦ Α’ καί Β’ Σ.Σ. Τρικούπη καί Διγενῆ ἦταν νά φθάσουν στό ὀχυρωμένο Τουμπλού Μπουνάρ κι ἑνωμένοι νά τόν ἀντιμετωπίσουν. Δέν ἔφθασαν ποτέ.
Ἀπό τό Ἀφιόν ὁ Τρικούπης μέ τά ὑπολείμματα τῶν Μεραρχιῶν του ἔφθασε στό χωριό Οὐλουτζάκ, ὅπου τόν συνάντησε ὁ διοικητής τοῦ Β’ Σ.Σ. Διγενής, πού σκοπό εἶχαν νά συναντήσουν κι ἄλλες μεραρχίες στό Τουμπλού Μπουνάρ, λίγα χιλιόμετρα νότια τοῦ Οὐλουτζάκ. Κι ὁ Κεμάλ στένευε κάθε μέρα τόν κλοιό. Οἱ διοικητές τῶν VII, V καί II Μεραρχιῶν Κουρουσόπουλος, Ρόκας καί Γονατᾶς τόν διέσπασαν καί τράβηξαν πρός τήν Σμύρνη καί τόν Τσεσμέ. Ὁ διοικητής τῆς Ἰ Μεραρχίας Ἀθ. Φράγκου καί ὁ θρυλικός Ν. Πλαστήρας μέ τό 5/42 Σύνταγμα Εὐζώνων, περιμένοντας τόν Τρικούπη μέ τόν Διγενῆ καί τόν Συνταγματάρχη Καϊμακλή, διοικητή τῆς XΙΙΙ Μεραρχίας, μάχονταν στήν περιοχή τοῦ Τουμπλού Μπουνάρ. Οἱ Μέραρχοι Δημαρᾶς τῆς IV καί Καλλιδόπουλος τῆς XII ἔδωσαν σκληρές μάχες στά κοντινά στό Τουμπλού Μπουνάρ χωριά Χαμούρκιοϊ καί Ἰλμπουλάκ (16 Αὐγούστου 1922), κι ἀφοῦ περιπλανήθηκαν στό δασῶδες Μουράτ Ντάγ, ἀναγκάστηκαν, ἐξαντλημένοι, νά παραδοθοῦν τό ἀπόγευμα τῆς 18ης Αὐγούστου. Μαζί τους ἦσαν 84 ἀξιωματικοί καί 1.600 στρατιῶτες. Ἦλθε ὕστερα, ἡ ὑπέρτατη θυσία τοῦ στρατοῦ μας στήν μάχη τοῦ Ἀλῆ Βεράν τῆς 17 Αὐγούστου 1922. Ἐλάχιστοι, πιά, πολέμησαν, βαλλόμενοι ἀπό παντοῦ. Ἀδύνατη εἶναι ἡ περιγραφή τῆς μάχης αὐτῆς, κατά τήν ὁποία ἀξιωματικοί, ὁπλίτες, τραυματίες στά νοσοκομειακά, ἁπλοί χωρικοί, Ἕλληνες κι Ἀρμένιοι, πού ἀκολουθοῦσαν τόν Τρικούπη, ἔβαψαν μέ τό αἷμα τους τίς χαράδρες τοῦ Ἀλῆ Βεράν. Οἱ δύο στρατηγοί, Τρικούπης καί Διγενής φεύγοντας ἀπό τό Ἀλή Βεράν, συνειδητοποίησαν ὅτι περικυκλώθηκαν καί τότε, δακρυσμένοι ζήτησαν ἀπό τούς στρατιῶτες τους νά παραδοθοῦν κάτω ἀπό τίς ὕβρεις καί τό ἀνάθεμα τῶν ἀνδρῶν τους. Ἦταν ἀπόγευμα τῆς 20ης Αὐγούστου 1922. Μαζί τους αἰχμαλωτίσθηκαν 190 ἀξιωματικοί καί 4.000 ὁπλίτες. Οἱ τραυματίες πού ἐγκαταλείφθηκαν στίς αἱματοβαμμένες αὐτές χαράδρες, εἴτε ἐσφάγησαν ἀπό τόν τουρκικό στρατό, τούς τσέτες, τούς χωρικούς, εἴτε κατά κάποια ἐκδοχή, ἀφοῦ ρίχθηκαν σέ μία χαράδρα, κάηκαν περιχυμένοι μέ πετρέλαιο! Τιμή καί δόξα ἀνήκει στούς πολεμιστές τοῦ Ἀλῆ Βεράν, σέ αὐτά τά ἀνώνυμα Ἑλληνόπουλα, τά λαμπρά παλληκάρια. Καί ντροπή σέ αὐτούς πού λιποτάκτησαν, ἀξιωματικοί καί στρατιῶτες. Σέ αὐτές τίς μέρες πολέμησαν γενναῖα οἱ ἀξιωματικοί Ματσούκας, Τσάκαλος, Λούφας, οἱ ὑποψήφιοι ἔφεδροι ἀξιωματικοί τοῦ οὐλαμοῦ τοῦ Ἀφιόν Καραχισάρ, πού ἔπεσαν στό Ἀλή Βεράν, ὁ ἐπιτελῇς τῆς XIII Μεραρχίας Σακέτας, οἱ Βεντήρης, Διάμεσης, Νικολοδῆμος, Παναγάκος κ.ἄ. Ὁ στρατηγός Φράγκου κι ὁ Πλαστήρας, μετά συνεχεῖς μάχες, ἔφθασαν στόν Τσεσμέ κι ἀπό ἐκεῖ στή Μυτιλήνη. Τό Γ’ Σ.Σ. μέ τόν στρατηγό Σουμίλα δέχθηκε μικρή πίεση καί μέ ἀπόλυτη τάξη καί μέ ὅλο τό ὑλικό του ἔφθασε στήν Προῦσα κι ἀπό ἐκεῖ στά Μουδανιά καί τήν Ρεδαιστό. Ἐξαίρεση ἀποτελεῖ ἡ αἰχμαλωσία τῆς ΧΙ Μεραρχίας Κλαδᾶ. Ἆθλος θεωρεῖται ἡ ἔξοδος τῆς Ἀνεξάρτητης Μεραρχίας τοῦ Θεοτόκη πού, καλύπτοντας 600 χιλιόμετρα, ἀπό τό Ἀφιόν ὡς τό Δικελί τῆς Περγάμου ἀπό 13 Αὐγούστου – 1 Σεπτεμβρίου, ἐπιβιβάσθηκε σέ ἑλληνικά πολεμικά μέ 6.000 πρόσφυγες.
Στήν Σμύρνη ἐξελίχθηκε ἡ μεγάλη τραγωδία τοῦ Μικρασιατικοῦ Ἑλληνισμοῦ μέ πρῶτο θύμα τόν Μητροπολίτη Χρυσόστομο Καλαφάτη. Ξένοι παρατηρητές μιλοῦν γιά τήν μανία τῶν τούρκων νά τήν δοῦν σέ ἐρείπια. Ἔτσι τελείωσε ἡ Μικρασιατική Ἐκστρατεία κι ἡ Καταστροφή. Ἦλθε ἔπειτα ἡ κάθαρση μέ τήν Ἐπανάσταση Πλαστήρα – Γονατᾶ (13 Σεπτεμβρίου 1922) κι ἡ δίκη τῶν Ἕξι (Νοέμβριος 1922).
Τά αἴτια τῆς Μικρασιατικῆς Καταστροφῆς μποροῦν νά συνοψισθοῦν ὡς ἀκολούθως:
α. Ὁ Ἐθνικός Διχασμός στρατοῦ καί λαοῦ,
β. ἡ κόπωση τοῦ λαοῦ ἀπό τούς πολέμους τῆς περιόδου 1912-1922,
γ. ἡ προδοτική στάση τῶν «Συμμάχων»,
δ. ἡ ἀνεπάρκεια τῶν μετανοεμβριανῶν κυβερνήσεων, παρά τόν πατριωτισμό τῶν ἡγετῶν τους,
ε. τό εὖρος τῶν 700 χιλιομέτρων ἀπό τά Μουδανιά ὡς τόν Μαίανδρο,
στ. ἡ ἔλλειψη ἐναλλακτικοῦ σχεδίου γιά τήν προστασία τῶν ἑλληνικῶν πληθυσμῶν.
Ὅποιος εὐτύχησε νά γνωρίσει στά βαθιά γεράματα τούς μαχητές τοῦ Μικρασιατικοῦ ἔπους, θά διαπίστωνε ὅτι ζοῦσαν ἀκόμη τόν θρίαμβο τῶν νικῶν, μέ τόν ἦχο τῶν σαλπίγγων, τόν κυματισμό τῶν σημαιῶν, τήν κλαγγή τῶν ὅπλων, τά ἀέρααα! Μά πάνω ἀπό ὅλα ὅτι ζοῦσαν μέ τήν συνείδησή τους: Ἐμεῖς δέν νικηθήκαμε!
Πολλοί στίς ἡμέρες μας ἐρευνητές καί προβληματισμένοι Ἕλληνες ἀναζητοῦν τά αἴτια τῆς Μικρασιατικῆς Καταστροφῆς. Ὅλοι, τώρα πού τά πράγματα ἔγιναν, ἄν ἔγιναν σαφῆ, μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι αὐτή ὀφείλεται: πρῶτον στόν Ἐθνικό Διχασμό, ἀπό τήν μία οἱ βενιζελικοί, ἀπό τήν ἄλλη οἱ βασιλόφρονες πού εἶχε δηλητηριάσει τό στράτευμα, δεύτερον ἡ κούραση τῶν στρατιωτῶν ἀπό τούς βαλκανικούς πολέμους ὡς τήν Μικρασιατική Ἐκστρατεία, τρίτον ἡ κακή ἐκτίμηση πολιτικῶν καί στρατιωτικῶν γιά τήν δυναμική πού ἐξέπεμπε ὁ Κεμάλ, τέταρτον ἡ διασπορά τῶν ἑλληνικῶν δυνάμεων σέ μῆκος 700 χιλιομέτρων, πού ἀδυνατοῦσε νά ὑπερασπισθεῖ ὁ ἑλληνικός στρατός, τελευταῖο καί κύριον, ἡ ἐχθρική ἔναντι τῆς Ἑλλάδας στάση τῶν Δυτικῶν, πρώην «Συμμάχων» της καί ἡ συνακόλουθη οἰκονομική καί στρατιωτική στήριξή τους στόν Κεμάλ.

Περιοδικό Παράκληση τ.109