τοῦ κ. Παντελή Κελίρη Ἀντιπρύτανη Ἀκαδημαϊκῶν Ὑποθέσεων Τεχνολογικοῦ Πανεπιστημίου Κύπρου
«Καθ’ ὅτι ἄν κοινωνήσωμεν, ἀληθεύομεν, ἅ δέ ἄν ἰδιάσωμεν, ψευδόμεθα». Ἡράκλειτος
Δέν πρέπει νά ξεχνᾶμε πώς εἴμαστε κληρονόμοι ἑνός λαμπροῦ διαχρονικοῦ πολιτισμοῦ, γιά τόν ὁποῖον ἀριστεία δέν σημαίνει ἁπλῶς νά ξεχωρίζουμε μέ τίς διανοητικές μας ἱκανότητες καί ἐπιτυχίες, ἀλλά ταυτόχρονα νά ξεχωρίζουμε μέ τό Ἦθος καί τόν Τρόπο καί Στάση Ζωῆς πού μᾶς διδάσκει ὁ πολιτισμός μας, παρά τήν ἀλλοτρίωση καί ἀποξένωση τῆς σύγχρονης κοινωνίας μας. Μιλᾶμε τόσο γιά τόν ἀρχαῖο μας πολιτισμό ὅσο καί γιά τόν πολιτισμό τῆς Ρωμιοσύνης, δηλαδή τόν Χριστιανικό Ἑλληνορωμαϊκό πολιτισμό, αὐτή τήν ὑπέροχη συνάντηση, σύνθεση καί σύμφυση δυό φαινομενικά ἀντίθετων κόσμων καί ρευμάτων, τοῦ Ἑλληνικοῦ πνεύματος καί τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἀναμφίβολα ἡ συγκλονιστικότερη στιγμή στήν Παγκόσμια Ἱστορία. Μιλᾶμε γιά τή Ρωμιοσύνη καί τό ρωμαίικο φιλότιμο πού τή συνοδεύει, καί πού ὑμνοῦν οἱ μεγάλοι συγγραφεῖς, ποιητές καί συνθέτες μας.
«Ἡ Ρωμιοσύνη ἐν φυλή συνότζαιρη τοῦ κόσμου,
Κανένας δέν εὑρέθηκεν γιά νά τήν ἐξαλείψει,
Κανένας, γιατί σιέπει την πού τά ὕψη ὁ Θεός μου.
Ἡ Ρωμιοσύνη ἐν νά χαθεῖ ὄντας ὁ κόσμος λείψει»
ἐξυμνεῖ ὁ δικός μας μεγάλος ποιητής Βασίλης Μιχαηλίδης.
«Τήν Ρωμιοσύνη μή τήν κλαῖς ... νάτη, νάτη πετιέται...» στιχουργεῖ ὁ μεγάλος μας ποιητής Γιάννης Ρίτσος καί μελοποιεῖ ὁ μεγάλος μας μουσικοσυνθέτης Μίκης Θεοδωράκης.
Στή διαμόρφωση αὐτοῦ τοῦ πολιτισμοῦ καί τῆς παιδείας του, κομβική εἶναι ἡ συνεισφορά τῶν τριῶν μεγίστων φωστήρων τῆς Τρισηλίου Θεότητος, τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, τοῦ Μ. Βασιλείου, τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί τοῦ χρυσορρήμονα Ἰωάννη τοῦ Χρυσοστόμου, τῶν ὁποίων τή μνήμη ἑορτάζουμε σήμερα. Οἱ μεγάλοι αὐτοί Καππαδόκες Πατέρες καί Οἰκουμενικοί Διδάσκαλοι, οἱ ἄριστοι τῶν ἀρίστων τῆς ἐποχῆς τους, μέ ἐξαιρετικές σπουδές στή «θύραθεν σοφίαν», δηλαδή στή φιλοσοφία, τή ρητορική, φυσική, ἀστρονομία καί ἰατρική, ἐπέτυχαν τή θεμελίωση καί μορφοποίηση ἀπό ἀλληλοσυγκρουόμενα στοιχεῖα τοῦ νέου μας πολιτισμοῦ καί κουλτούρας. Ταυτόχρονα, διέσωσαν τά ἑλληνικά γράμματα τῆς κλασσικῆς γραμματολογίας καί τίς τέχνες, τά παράγωγα δηλαδή τοῦ ἀρχαίου παγανισμοῦ καί ἐθνικοῦ (εἰδωλολατρικοῦ) πολιτισμοῦ, ἀπό τήν ἀπόρριψη καί ἀπαξίωση. Αὐτό τό ἐπέτυχαν μέ τήν ἔγκαιρη παρέμβαση, προτροπή καί καθοδήγηση τῶν νέων πρός τή σπουδή τῶν Ἑλληνικῶν γραμμάτων, ἐπισημαίνοντας τά ἀπορριπτέα παγανιστικά στοιχεῖα. Χαρακτηριστική εἶναι ἡ περίπτωση τοῦ Μ. Βασιλείου, ὁ ὁποῖος διαλύει τήν προκατάληψη καί σπάζει τό φράγμα τῆς ἐχθρότητας μεταξύ ἑλληνικῆς σοφίας καί χριστιανισμοῦ, διακηρύσσοντας ὅτι τά ἀριστουργήματα τῆς ἑλληνικῆς διανοίας εἶναι «ἄξια τῆς τῶν χριστιανῶν μελέτης» καί ὅτι «ἡ τοῦ Ὁμήρου ποίησις ἀρετῆς ἐστίν ἔπαινος». Οἱ βασικές παιδαγωγικές ἀρχές πάνω στίς ὁποῖες θεμελίωσε τήν αἰτιολόγηση γιά τοῦ κ. Παντελή Κελίρη Ἀντιπρύτανη Ἀκαδημαϊκῶν Ὑποθέσεων Τεχνολογικοῦ Πανεπιστημίου Κύπρου Ἡ σημαντική τῆς ἀλήθειας στόν ἑλληνικό καί δυτικο-εὐρωπαϊκό πολιτισμό καί η γνωσιολογία τῶν φυσικῶν ἐπιστημῶν τή μελέτη τῶν ἀρχαίων κειμένων περιέχονται στό περίφημο ἔργο του, «Πρός τούς νέους ὅπως ἄν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων».
Γενικότερα ὁμιλοῦντες, μποροῦμε νά χαρακτηρίσουμε τή μετάβαση ἀπό τόν ἀρχαῖο παγανιστικό ἑλληνικό/ἐθνικό κόσμο στή χριστιανική ἑλληνορωμαϊκή οἰκουμένη, μέ πρωτεργάτες τούς τρεῖς οἰκουμενικούς διδασκάλους, μέ τήν ἑξῆς διατύπωση: «Οἱ Ἕλληνες Πατέρες τῆς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας ἀπέρριψαν τήν Ὀντολογία τῶν ἀρχαίων, ἀλλά διατήρησαν καί ἐμπλούτισαν τήν Γνωσιολογία τους». Δηλαδή, ἀπερρίφθη τό πανθεϊστικό κοσμοείδωλο τῆς ἀρχαίας θρησκείας, ἀλλά ὅμως διατηρεῖται διαχρονικά στόν πολιτισμό μας ὁ τρόπος πρόσβασης στή γνώση καί στήν ἀλήθεια τῶν γύρω μας πραγμάτων.
Τό κύριο χαρακτηριστικό τοῦ τρόπου πρόσβασης στήν ἀλήθεια, πού χαρακτηρίζει διαχρονικά τόν ἑλληνικό πολιτισμό, εἶναι ἡ ταύτιση τοῦ ἀληθεύειν μέ τό κοινωνεῖν. Σέ αὐτή τήν προσέγγιση τοῦ γνωσιολογικοῦ προβλήματος στόν ἑλληνικό κόσμο, θά ἀντιπαραθέσουμε τή στάση τοῦ Εὐρωπαίου-Δυτικοῦ ἀνθρώπου, μέ τήν παγκοσμιοποιημένη ἔννοια τοῦ ὅρου, ὁ ὁποῖος περιορίζει καί ἐξαντλεῖ τήν ἀλήθεια στή νοητική ἱκανότητα τοῦ ὑποκειμένου. Ἡ στάση αὐτή, πού ἔχει τίς ρίζες της στόν θεολογικό σχολαστικισμό τοῦ Δυτικοῦ μεσαίωνα, δέν ἐπηρέασε μόνο στό κοινωνιολογικό καί φιλοσοφικό-μεταφυσικό ἐπίπεδο τόν Δυτικό κόσμο, ἀλλά εἶχε καί ἰσχυρή ἐπίδραση πάνω στή γνωσιολογία τῶν Φυσικῶν (γενικότερα τῶν Θετικῶν) ἐπιστημῶν. Ἐπιτρέψτε μου νά κάνω ἀναφορά καί σέ αὐτό τό θέμα, μιᾶς καί ἡ Φυσική εἶναι τό γνωστικό ἐπιστημονικό μου ἀντικείμενο.
Κατά τήν περίοδο μεταξύ 11ου καί 13ου μ.χ. αἰώνα, στήν Ἀνατολή ὁ Ἑλληνικός-Ρωμαϊκός κόσμος καί ἡ αὐτοκρατορία του, ἡ ἀνατολική Ρωμαϊκή αὐτοκρατορία πού καταχρηστικά ὀνομάζουμε σήμερα «Βυζαντινή», ἀγωνιζόταν μέ «νύχια καί μέ δόντια» νά σώσει ἀπό τούς πανταχόθεν ἐπιτιθέμενους ἐχθρούς τά ἐδάφη του καί τόν πολιτισμό του, μαραίνοντας ταυτόχρονα οἰκονομικά, διοικητικά καί στρατιωτικά καί χάνοντας ἐν τέλει ἀναγκαστικά, στήν οὐσία, ἐκτός ἀπό τά ἐδάφη τῆς ἐπικράτειάς του, καί τό τραῖνο γιά τή βιομηχανική καί τεχνολογική ἀνάπτυξη τοῦ γένους μας. Αὐτή ἡ ἀγωνιώδης προσπάθεια περιγράφεται ὑπέροχα στούς στίχους πού στιχούργησε ὁ μεγάλος μας ποιητής Νίκος Γκάτσος καί μελοποίησε ὁ μεγάλος μας μουσικοσυνθέτης Μάνος Χατζηδάκης:
«Στά κακοτράχαλα τά βουνά μέ τό σουράβλι
καί τό ζουρνά πάνω στήν πέτρα τήν ἁγιασμένη
χορεύουν τώρα τρεῖς ἀντρειωμένοι.
Ὁ Νικηφόρος κι ὁ Διγενής
κι ὁ γιός τῆς Ἄννας τῆς Κομνηνῆς.
Δική τους εἶναι μία φλούδα γῆς
μά ἐσύ Χριστέ μου τούς εὐλογεῖς,
γιά νά γλιτώσουν αὐτή τή φλούδα
ἀπ’ τό τσακάλι καί τήν ἀρκούδα...».
Κατά τήν περίοδο αὐτή, στή Δύση ὅπου κυριάρχησε τό τευτονικό/γερμανικό φῦλο τῶν Φράγκων, ἱδρύοντας τήν κατ’εὐφημισμό ἀποκαλούμενη «Ἁγία Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία», ἐπικρατοῦσε σταδιακά μία αὐστηρή, κλειστή συστηματοποίηση τῆς γνώσης, πού κληροδοτήθηκε ἀπό τίς ἑλληνορωμαϊκές πηγές καί ἕνα φιλοσοφικό σύστημα πού χαρακτηρίστηκε ἀπό ἕνα ἄκρατο ὀρθολογισμό, ἤ ὅπως πιό σωστά τόν ὀνομάζουμε «ρασιοναλισμό». Εἶναι σέ αὐτή τήν περίοδο πού ἐπῆλθε τό Μεγάλο Σχίσμα στή Χριστιανική ἐκκλησία, πού ἀναπτύχθηκε ὁ σχολαστικισμός καί ἡ ἐφαρμογή τῆς Ἱερᾶς Ἐξετάσεως στήν Παπική Λατινική ἐκκλησία, καί διεξήχθησαν οἱ Σταυροφορίες, μεταξύ τῶν ὁποίων ἡ Γ’ καί ἡ Δ’ μέ τά γνωστά καταστρεπτικά ἀποτελέσματα γιά τήν Ἀνατολική Ρωμαϊκή αὐτοκρατορία, συγκεκριμένα γιά τήν Κύπρο μας καί τήν Κωνσταντινούπολη, ἀντίστοιχα.
Μία λεπτομερής ἀνάλυση τῆς σημαντικῆς τῆς ἀλήθειας στόν ἑλληνικό κόσμο, ἀπό τούς προσωκρατικούς, τόν Πλάτωνα καί τόν Ἀριστοτέλη, μέχρι καί τούς Ἕλληνες φιλοσόφους τῆς μέσης καί ὕστερης χριστιανικῆς περιόδου, Καππαδόκες πατέρες, Μάξιμο τόν Ὁμολογητή, μπορεῖ νά ἀναδείξει τήν κοινή συνιστῶσα στήν ἑλληνική φιλοσοφική σκέψη σχετικά μέ τό θέμα. Ἐδῶ θά δανειστῶ μία ἐξαιρετική περίληψη τοῦ θέματος πού ἔκανε ὁ Χρῆστος Γιανναρᾶς, ἕνας ἀπό τούς ἀξιολογότερους Ἕλληνες φιλοσόφους τῶν ἡμερῶν μας: Ἡ εἰδοποιός διαφορά τοῦ ἑλληνικοῦ λόγου, ἀρχαίου καί ὀρθοδόξου χριστιανικοῦ μαζί, ἀπό τόν βάρβαρο ἤ «ἡμιβάρβαρο» λόγο εἶναι πώς ἔχει τή χάρη νά ἀναδεικνύει τόν δυναμικό χαρακτῆρα τῆς ἀλήθειας. Ἡ δυναμική αὐτή ἀποκλείει τή στατικότητα πού ἐμπεριέχει ἡ εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου πού προσπαθεῖ νά ἐξαντλήσει τήν κατανόηση τοῦ περιβάλλοντος καί τῆς φανέρωσης τῶν ὄντων στήν ἀτομική διανοητική του ἱκανότητα. Γι’αὐτό, ὁ δυναμικός τρόπος πρόσβασης στήν ἀλήθεια δέν μπορεῖ παρά νά εἶναι μόνον ἀποτέλεσμα σχέσης, μετοχῆς στόν κοινό λόγο.
Φαίνεται, πώς ὁ πρῶτος ἀπό τούς φιλοσόφους πού ταυτίζει τό ἀληθεύειν μέ τό κοινωνεῖν εἶναι ὁ Ἡράκλειτος. Ὁ κοινός λόγος εἶναι λόγος κοινωνίας. Τό διατυπώνει θαυμάσια μέ τή γνωστή φράση «καθ’ ὅτι ἄν κοινωνήσωμεν, ἀληθεύομεν, ἅ δέ ἄν ἰδιάσωμεν, ψευδόμεθα». Αὐτό σημαίνει πώς γνωρίζουμε τήν ἀλήθεια ὄχι ὡς ἀντικείμενο τῆς ἀτομικῆς ἀντιληπτικῆς ἱκανότητας, δηλαδή ὄχι μέ τόν ἴδιο λόγο, ἀλλά σάν ἀποτέλεσμα τοῦ συντονισμοῦ τοῦ ἀτομικοῦ λόγου μέ τόν κοινό λόγο, πού εἶναι ἕνα δυναμικά ἐνεργούμενο γεγονός. Τό ἰδιάζειν εἶναι ἡ ἐμμονή στόν ἄσχετο ἀτομικό λόγο αὐτονομημένο ἀπό τόν κοινό λόγο.
Μποροῦμε νά κατανοήσουμε πιό βαθιά αὐτό τό σημεῖο ἀναφερόμενοι στήν ἐτυμολογία τῆς ἑλληνικῆς λέξης ἀ-λήθεια. Ἡ σχέση τῶν ὑπαρκτῶν μέ τόν ἄνθρωπο φανερώνεται ὡς λόγος, δηλαδή ὁ λόγος εἶναι ἡ φανέρωση τῶν ὑπαρκτῶν στόν ἄνθρωπο, εἶναι ἡ μή-λήθη τους, ἡ ἀ-λήθειά τους. Γιά νά πραγματοποιηθεῖ ὅμως ὡς λόγος ἡ ἀλήθεια τῶν ὄντων πρέπει νά εἶναι ἀποτέλεσμα σχέσης μέ τό σύνολο τῶν ἀνθρώπων τῆς κοινῆς συμβίωσης. Ἄν ἡ ἀτομική νόηση προσπαθήσει νά κατανοήσει τήν ὕπαρξη χωρίς σχέση, τότε αὐτή καθίσταται ἄλογος. Τό ὅτι ὅμως πρέπει νά κοινωνήσουμε γιά νά ἐξασφαλίσουμε τήν ἀλήθεια τῶν ὄντων δέν σημαίνει πώς πρέπει νά ὑποτάξουμε τόν ἕνα στή γνώμη τῶν πολλῶν, στή γνώμη τῆς πλειοψηφίας. Ὁ καθένας πρέπει νά συμμετέχει στόν κοινό λόγο, γιά νά δεῖ λογικά τόν κόσμο γύρω του, ἀλλά ἀπό ἐκεῖ καί πέρα ἡ ἀτομική κατανόηση ἐξαρτᾶται ἀπό τή νοητική ἱκανότητα τῆς κάθε ἀνθρώπινης ὕπαρξης, τοῦ κάθε προσώπου, ἔχει δηλαδή ἕνα ἀπόλυτο χαρακτήρα ἑτερότητας καί ἀνομοιότητας. Ἐδῶ νά σημειώσουμε πώς οἱ τρεῖς Ἱεράρχες μαζί μέ τόν ἀδελφό τοῦ Μ. Βασιλείου, τόν Γρηγόριο, ἐπίσκοπο Νύσσης τῆς Καππαδοκίας, ἴσως τόν φιλοσοφικότερο τῶν Ἑλλήνων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, εἶχαν καθοριστική συμβολή στήν ἀνάπτυξη τῆς φιλοσοφικῆς/θεολογικῆς ἔννοιας τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, σέ ἀντιδιαστολή μέ τήν ἔννοια τοῦ ἀτόμου.
Μία δραστικά διαφορετική στάση ζωῆς καί μία ἄλλη ὀντολογική θεμελίωση τῆς οὐσίας τῆς ἀλήθειας ἐμφανίζεται στόν χῶρο τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης μέ τήν προοδευτική εἰσβολή τῶν βαρβαρικῶν φυλῶν καί τήν κατάρρευση τοῦ Δυτικοῦ Ρωμαϊκοῦ κράτους. Ἡ συγχώνευση καί ἐπιβολή τῶν βαρβάρων πάνω στούς γηγενεῖς ρωμαϊκούς πληθυσμούς δημιουργεῖ προοδευτικά τά εὐρωπαϊκά ἔθνη, καί ταυτόχρονα διαμορφώνει ἕνα πολιτισμό, πού συνεχῶς ἀπομακρύνεται ἀπό τόν ἑλληνορωμαϊκό χριστιανικό πολιτισμό, διατηρώντας μέν κάποια πρακτικά ρωμαϊκά στοιχεῖα, εἰσάγοντας δέ μία σημαντική τῆς ἀλήθειας ἐντελῶς νοησιαρχική. Καλοῦμε αὐτό τόν πολιτισμό Δυτικοευρωπαϊκό, πού τείνει σήμερα νά παγκοσμιοποιηθεῖ. Ἔτσι, ὁ ὅρος «Δύση» καί «Δυτικός» ἄνθρωπος σημαίνει ὁπωσδήποτε κάτι περισσότερο ἀπό μία γεωγραφική περιοχή. Ἡ σταδιακή αὐτή ἀπόκλιση τοῦ Δυτικοῦ κόσμου σηματοδοτεῖται ἀπό τρεῖς κομβικούς σταθμούς: τίς αὐγουστίνιες ρίζες, τόν θεολογικό σχολαστικισμό τοῦ μεσαίωνα, καί τήν καρτεσιανή ὀντολογία.
Ἡ γνωσιοθεωρητική αὐτή στάση τοῦ Αὐγουστίνου βρῆκε τήν πλήρη ἀνάπτυξη καί συμπλήρωσή της στό μεσαιωνικό σχολαστικισμό, τή φιλοσοφική σχολή ἤ μέθοδο τῶν σχολαστικῶν, δηλ τῶν καθηγητῶν τῆς scola, τῶν διδακτηρίων ἐκείνων τῆς δυτικῆς Εὐρώπης κατά τόν 12ο καί 13ο αἰώνα, πού βασίζουν τή διδασκαλία τους στήν ἄσκηση τοῦ ρασιοναλισμοῦ. Ὁ σχολαστικισμός εἶναι τό πρῶτο στήν ἱστορία φιλοσοφικό σύστημα πού ὀργανώνει τή γνώση σέ ὁλοκληρωμένη, δηλ. κλειστή καί δογματική ἰδεολογία. Ἡ ἑρμηνεία τῆς σύνολης πραγματικότητας δίδεται μέ «ἀξιώματα», «ἀρχές» καί «νόμους» ὀρθολογιστικῆς θετικότητας. Ἡ ὁλοκληρωτική αὐτή ἰδεολογία βρίσκει τήν ἔκφρασή της στό θεοκρατικό ὅραμα τῆς παντοκρατορίας τοῦ παπισμοῦ, στή συγκέντρωση δηλαδή κάθε ἐξουσίας, πνευματικῆς, πολιτικῆς καί νομοθετικῆς στά χέρια τοῦ Πάπα. Ο Thomas d’ Aquin (ὁ Θωμάς Ἀκινάτης), ὁ μέγιστος τῶν σχολαστικῶν, εἰσάγει μέ τή Summa Theologiae (1270) τήν ἀρχή τοῦ παπικοῦ ἀλαθήτου, ἀνάγοντας τόν Πάπα σάν τήν αὐθεντία σχετικά μέ δογματικά θέματα.
Οἱ σχολαστικοί βασίζουν τή συλλογιστική τους πάνω σέ κείμενα κοινά ἀποδεκτά ὡς ἔκφραση αὐθεντίας. Γιά τήν πίστη χρησιμοποιοῦν τή Βίβλο, καί γιά ὁδηγο τῆς ὀρθῆς λογικῆς τούς ἀρχαίους Ἕλληνες καί εἰδικά τόν Ἀριστοτέλη, ὅπως οἱ ἴδιοι τόν ἑρμηνεύουν καί καταλαβαίνουν. Τό ἀποτέλεσμα ἦταν νά παρερμηνεύσουν τή Λογική τῶν ἀρχαίων καί νά τή μετατρέψουν σέ λογικοκρατία.
Δέν ἔχουμε χρόνο γιά νά ἀναλύσουμε τίς θέσεις τῶν σχολαστικῶν, ἀλλά μποροῦμε νά δοῦμε ποῦ ὁδηγεῖ ἡ συλλογιστική τους στό θεολογικό ἐπίπεδο. Στόχος τους εἶναι ἡ διευκρίνιση τῆς ἀποκαλυμμένης ἀλήθειας στά ὅρια τῶν δυνατοτήτων τοῦ ἀνθρώπινου λογικοῦ. Ἀκόμη καί ἡ ἴδια ἡ Οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἡ παντελῶς ἄγνωστος, ἀκατάληπτος καί ἀμέθεκτος, τίθεται ὑπό διερεύνηση. Θέση πού ἀπορρίπτεται ἀπό τήν Ὀρθοδοξία, γιά τήν ὁποία μόνο οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ εἶναι μεθεκτές ἀπό τόν ἄνθρωπο. Ἡ σχολαστική μέθοδος ὁδηγεῖ σέ μία εἰκόνα ὅπου τό Εἶναι, ὁ Θεός, εἶναι ἡ συγκεκριμένη κατάληξη τῆς αἰτιολογικῆς ἀναφορᾶς τῶν ὄντων, δηλαδή ἕνα ὄν καί αὐτός, ἀλλά ἀξιολογικά ἀνώτερο ἀπό τά ἄλλα ὄντα ἔχοντας καί τήν ἰδιότητα τοῦ Δημιουργοῦ. Ἡ ἀντίληψη αὐτή εἶναι καθαρά διανοητική σύλληψη καί λαθεμένη, διότι κάνει χρήση τοῦ «αἰτίου-ἀποτελέσματος» καί μάλιστα ἀπό τήν ἀνάποδη. Ξεκινᾶ ἀπό τά ὄντα (τό ἀποτέλεσμα), γιά νά δημιουργήσει τόν Δημιουργό (τό αἴτιο). Ἔτσι ἀντί τῆς ἄπειρης, ἄχρονης καί αὐθυπόστατης πραγματικότητας τοῦ Θεοῦ, ὁ σχολαστικισμός κατασκευάζει ἕνα Θεό πού εἶναι «τό ἀκρότατο ὄν», ἡ Πρώτη Αἰτία τῆς Κοσμολογίας. Τελικά, ἡ λογικοκρατία πού διέπει τόν σχολαστικισμό γίνεται ἡ ἴδια μία αὐθεντία, πού ἑρμηνεύει ὅλη τή φυσική καί μεταφυσική πραγματικότητα. Κάνοντας τήν ταύτιση τῆς γνώσης μέ τή νοητική σύλληψη, δημιουργεῖ τή μετάβαση ἀπό τήν ἐποχή τοῦ κοινοῦ λόγου στήν ἐποχή τοῦ ὑποκειμενικοῦ λόγου καί τό ἀληθεύειν παύει νά ταυτίζεται μέ τό κοινωνεῖν.
Ἀπόσπασμα ἀπό τήν ὁμιλία στήν τελετή βράβευσης τῶν ἀρίστων μαθητῶν τοῦ Δήμου Ἁγίου Ἀθανασίου τήν 30ην Ἰανουαρίου 2020.