του κ. Πέτρου Παπαπολυβίου
Καθηγητού του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Κύπρου

Τα «Οκτωβριανά» του 1931 υπήρξαν αναμφίβολα η σημαντικότερη τομή στην ιστορία της αγγλοκρατούμενης από το 1878 Κύπρου, μέχρι την έκρηξη του απελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ, το 1955, καθώς οι συνέπειές τους άλλαξαν άρδην τον πολιτικό, εκκλησιαστικό, εκπαιδευτικό και κοινωνικό χάρτη του νησιού.
Στις 17 Οκτωβρίου 1931, ενώ οι Έλληνες βουλευτές και πολιτευτές συζητούσαν τους τρόπους αντίδρασής τους απέναντι σε μία νέα επίδειξη αυταρχισμού του κυβερνήτη Ρόναλτ Στόρρς (Ronald Storrs), ο Μητροπολίτης Κιτίου Νικόδημος Μυλωνάς, ανήγγειλε αιφνιδιαστικά την παραίτησή του από το βουλευτικό αξίωμα (ήταν από το 1925 βουλευτής Λευκάρων), κηρύσσοντας ανένδοτο πολιτικό αγώνα υπέρ της ένωσης με την Ελλάδα. Στην επιστολή παραίτησης του Νικοδήμου προς τον Στόρρς, ο επίσκοπος προειδοποιούσε ότι όπως απατήθηκαν οι Κύπριοι για τα «φιλελεύθερα αισθήματα της Μεγάλης Βρετανίας», απατούνταν και οι Βρετανοί εάν θεωρούσαν τους Κύπριους τόσο φαύλους, ώστε να τους πτοούσε η βία και η αυθαιρεσία.
oktovrianaΣε μία άλλη εξέλιξη, την ίδια μέρα (18 Οκτωβρίου) γνωστοποιήθηκε η ίδρυση της «Εθνικής Ριζοσπαστικής Ενώσεως Κύπρου» (Ε.Ρ.Ε.Κ.), που δρούσε ως κλειστή συνωμοτική οργάνωση από το 1930, με πρόγραμμα την αποχώρηση από τη Βουλή και τη δημιουργία σε όλη την Κύπρο «χάους και αδιεξόδου με κωλυσιεργίες και δολιοφθορές». Τα αδιάλλακτα κηρύγματα της ΕΡΕΚ, που ο ιδρυτικός πυρήνας της ταυτιζόταν με τον «κύκλο της Κερύνειας», γύρω από τον Μητροπολίτη Μακάριο Μυριανθέα, συναγωνιζόταν ο Μητροπολίτης Κιτίου. Ύστερα από έναν πύρινο λόγο υπέρ της ένωσης με την Ελλάδα, που εκφώνησε στις 18 Οκτωβρίου στη μητροπολιτική του έδρα, τη Λάρνακα, το αποκορύφωμα αποτέλεσε ο λόγος του στη Λεμεσό, στις 20 Οκτωβρίου. Η ομιλία αυτή χαρακτηρίζει και την πολιτική φυσιογνωμία του Νικοδήμου και ήταν η τελευταία του δημόσια πράξη πριν από την απροσδόκητη κορύφωση του δράματος. Ο λόγος του επισκόπου ήταν συναρπαστικός και εξεγερτικός, μπροστά από ένα πλήθος που τον αποθέωνε: «Εν ονόματι του Θεού και του λαού κηρύττω την ένωσιν μετά της μητρός Ελλάδος και την ανυπακοήν και την ανυποταξίαν εις τους ανόμους νόμους του ανηθίκου, φαύλου, και επονειδίστου καθεστώτος, όπερ καλείται ‘’Αγγλικόν καθεστώς’’.»
Στις 21 Οκτωβρίου, κάτω από την πίεση της κοινής γνώμης και των διογκωμένων πληροφοριών που έφθαναν από τη Λεμεσό στη Λευκωσία για το μέγεθος του λαϊκού ενθουσιασμού, όλοι οι Έλληνες βουλευτές υπέβαλαν τις παραιτήσεις τους, ακολουθώντας τον Νικόδημο. Στην πρωτεύουσα μία μεγάλη συγκέντρωση λαού στο κέντρο της πόλης, στην «Εμπορική Λέσχη», κοντά στον ναό της Φανερωμένης, επιδοκίμασε την απόφαση των βουλευτών και επευφήμησε τον αρχιμανδρίτη Διονύσιο Κυκκώτη που ευλόγησε την ελληνική σημαία. Χωρίς τίποτε να προδικάζει τι θα επακολουθούσε, το πλήθος κατευθύνθηκε προς το Κυβερνείο. Ο Στόρρς αρνήθηκε να δεχθεί τους επικεφαλής των διαδηλωτών, ενώ η μικρή αστυνομική φρουρά αιφνιδιάστηκε και αποδείχθηκε ανεπαρκής. Γύρω στα μεσάνυκτα η λαϊκή οργή εκτονώθηκε απροσδόκητα με τον εμπρησμό του ξύλινου κτιρίου - συμβόλου της Αποικιοκρατίας. Το αυθόρμητο και ανοργάνωτο λαϊκό παραλήρημα κατέστειλαν εύκολα τα πυρά της Αστυνομίας εναντίον του άοπλου πλήθους, και ένας από τους πολλούς τραυματίες, ο δεκαεπτάχρονος Ονούφριος Κληρίδης, ήταν ο πρώτος νεκρός της εξέγερσης.
Η αποτέφρωση του Κυβερνείου αποτελεί ένα μοναδικό για την κυπριακή ιστορία ξέσπασμα του λαού, που για λίγες ώρες απελευθερώθηκε από τις συσσωρευμένες απογοητεύσεις και τον δεσποτισμό 53 χρόνων αποικιακής διακυβέρνησης. Ανάλογες εικόνες διαδραματίστηκαν την επαύριον και στη Λεμεσό, όπου διαδηλωτές κατέκαψαν την οικία του Βρετανού Διοικητή, χωρίς να ενοχλήσουν τον ίδιο. Τα γεγονότα της νύκτας της 21ης Οκτωβρίου στη Λευκωσία ήταν και η κυριότερη πράξη αντίστασης κατά τα «Οκτωβριανά», όπως επικράτησε να ονομάζεται η εξέγερση του κυπριακού λαού. Βέβαια, ο αναβρασμός μεταδόθηκε σε όλο το νησί, με διαδηλώσεις, λεηλασίες ή καταστροφές δημόσιων κτιρίων, καταστημάτων και αποθηκών, «απαλλοτριώσεις» των φορολογικών εισπράξεων, κλοπές οπλισμού από αστυνομικούς σταθμούς και καταστροφές στο οδικό δίκτυο, σε γέφυρες και στις τηλεγραφικές γραμμές. Για την καταστολή των λαϊκών εκδηλώσεων οι αστυνομικές δυνάμεις άνοιξαν πυρ σε πολλές περιπτώσεις, και τα θύματα των «Οκτωβριανών» σύμφωνα με τους, αμφισβητούμενους ως μέτριους, υπολογισμούς των Αρχών, ήταν έξι νεκροί και τριάντα τραυματίες (όλοι Έλληνες), ενώ η Αστυνομία είχε μόνον 38 ελαφρά πληγωμένους. (Ορισμένες ελληνικές πηγές ανεβάζουν τους νεκρούς σε δεκαεπτά.) Η τάξη επιβλήθηκε με την άφιξη στρατιωτικών ενισχύσεων από την Αίγυπτο, τη σύλληψη και τη φυλάκιση δεκάδων επιφανών Κυπρίων, παραδειγματικούς ξυλοδαρμούς αγροτών από στρατιώτες στις κεντρικές πλατείες αρκετών χωριών και την επιβολή με τον νόμο «περί επιβαρύνσεως δι’ επανόρθωσιν» ειδικής φορολογίας στους Έλληνες κατοίκους για τις οικονομικές ζημιές που προκλήθηκαν και είχαν υπολογιστεί σε περισσότερες από £34.000.
Ανάμεσα στους πρώτους συλληφθέντες ήταν και ο πρωτεργάτης του κινήματος, Μητροπολίτης Κιτίου (συνελήφθηκε στη Μητρόπολη Λεμεσού στις 23 Οκτωβρίου), ενώ λίγες ημέρες αργότερα συνελήφθηκε και ο Μητροπολίτης Κυρηνείας Μακάριος, ο οποίος κακοποιήθηκε και εξυβρίστηκε από τους Βρετανούς στρατιώτες κατά τη σύλληψή του. Οι δύο επίσκοποι περιλαμβάνονταν στα δέκα πρόσωπα που εξόρισαν οι αποικιακές Αρχές από την Κύπρο, ως «πρόσωπα ιδιαιτέρως επικίνδυνα για την Αποικία» και ως ηγέτες του «στασιαστικού κινήματος». Οι άλλοι εξορισθέντες ήταν οι βουλευτές Θεοφάνης Θεοδότου και Γεώργιος Χατζηπαύλου, οι πολιτευτές – στελέχη της ΕΡΕΚ Θεόδωρος Κολοκασίδης, Σάββας Λοϊζίδης και Θεοφάνης Τσαγγαρίδης, ο σημαιοφόρος της παρέλασης της Λευκωσίας, πρωθιερέας του ναού της Φανερωμένης Διονύσιος Κυκκώτης, και οι ηγέτες του Κομμουνιστικού Κόμματος Κύπρου, Χαράλαμπος Βατυλιώτης και Κωστής Σκελέας.
Ένας άλλος πρωταγωνιστής της εξέγερσης, ο Έλληνας Πρόξενος στη Λευκωσία, Αλέξης Κύρου, υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει το νησί, λίγες ώρες μετά την εξέγερση, ως ανεπιθύμητος για τις Αρχές. Αρκετοί άλλοι πολιτευτές τέθηκαν υπό περιορισμό σε απομονωμένα χωριά ή φυλακίσθηκαν. Μετά την επικράτηση της ηρεμίας, η βρετανική διοίκηση κατήργησε το Νομοθετικό Συμβούλιο και ανέστειλε τη διεξαγωγή των Δημοτικών εκλογών. Επιβλήθηκε απαγόρευση των συγκεντρώσεων άνω των πέντε ατόμων, αυστηρή λογοκρισία στον Τύπο και στην αλληλογραφία και έκδοση καταλόγου «απαγορευμένων βιβλίων». Κάθε πολιτική δραστηριότητα έπαυσε, διαλύθηκαν τα κόμματα και το Κομμουνιστικό Κόμμα κηρύχθηκε παράνομο, όπως και οι προσκείμενές του οργανώσεις. Κάθε υπαινιγμός στην ένωση με την Ελλάδα τιμωρούνταν αυστηρά, ενώ εγκαθιδρύθηκε σύστημα αστυνομοκρατίας.
Η μεταοκτωβριανή βρετανική πολιτική στόχευε στην εκμηδένιση του πολιτικού ρόλου της Εκκλησίας και στην καθυπόταξή της, με σειρά νόμων που αφορούσαν την εκλογή Αρχιεπισκόπου και ανέτρεπαν την ισχύουσα κανονική τάξη, καθιερώνοντας την επέμβαση της ξένης δύναμης στις εκκλησιαστικές υποθέσεις. Λόγω της αντιστασιακής δραστηριότητας και της εθνοπρεπούς στάσης του Μητροπολίτη Πάφου Λεοντίου (Τοποτηρητή του αρχιεπισκοπικού θρόνου από το 1933), και των εξόριστων Ιεραρχών, η βρετανική πολιτική λειτούργησε - ακουσίως - ευεργετικά υπέρ της αναβάθμισης του
εθναρχικού ρόλου της Εκκλησίας. Στο διάστημα 1878-1931 ο Αρχιεπίσκοπος είχε ex officio την ηγεσία του κυπριακού λαού, ήταν όμως «πρώτος μεταξύ ίσων», αφού τον κύριο ρόλο στη χάραξη της πολιτικής γραμμής είχαν οι βουλευτές. Αντίθετα, με την κατάργηση του Νομοθετικού Συμβουλίου και την εξορία, τη φίμωση ή τη συνεργασία πολλών πολιτευτών με τις Αρχές, η επιρροή του πολιτικού κόσμου περιορίστηκε σημαντικά. Μετά την πτώση της Παλμεροκρατίας, οι κυρίαρχοι πόλοι στο εσωτερικό θα ήταν αυτοί που είχαν μείνει αλώβητοι στα χρόνια της απολυταρχίας: Η Εθναρχία, κατά πρώτο λόγο, και η νέα ανερχόμενη πολιτική δύναμη, η Αριστερά.
Στη ρητορική του κυπριακού ενωτικού κινήματος μετά τη δημόσια αναζωπύρωσή του, ύστερα δηλαδή από τον Οκτώβριο του 1940, τα Οκτωβριανά του 1931 πήραν τεράστια συμβολική σημασία. Ο στόχος, η ένωση με την Ελλάδα παρέμενε ο ίδιος και, επομένως, τα Οκτωβριανά ήταν ένας αξιοποιήσιμος σταθμός στην ιστορία του κυπριακού αλυτρωτισμού, που αναδείκνυε τις «σταθερές» της αυταπάρνησης και της αυτοθυσίας, οι οποίες για πρώτη φορά, συνδέθηκαν με αντιαποικιακά – αντιβρετανικά αισθήματα. Στον αντίποδα, μεγάλη απώλεια για την Κύπρο υπήρξε ο πρόωρος θάνατος στην εξορία του Μητροπολίτη Κιτίου (1937), κοινωνικού οραματιστή, ριζοσπάστη πολιτευτή, σημαίνουσας εκκλησιαστικής και πνευματικής μορφής, που ξεπερνούσε κατά πολύ τους συνηθισμένους κυπριακούς μέσους όρους.

(Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Παράκληση.
Τριμηνιαία Ἔκδοσις Ἱερᾶς Μητροπόλεως Λεμεσοῦ, τεῦχος 90)