τοῦ κ. Φιλίππου Λουκαΐδη

Στούς χαλεπούς καιρούς πού ζοῦμε, ὁ ἄνθρωπος μή μπορώντας νά διαχειριστεῖ ἐπαρκῶς τά κοινωνικά, οἰκονομικά καί ἐνδοπροσωπικά του ἀδιέξοδα, καταφεύγει πολλές φορές σέ οὕτω καλούμενες τεχνικές χαλάρωσης, ὅπως ὁ διαλογισμός, μέ τήν πεποίθηση ὅτι θά νιώσει ψυχική ἠρεμία καί εὐεξία. Εἶναι ἀλήθεια πώς τόν τελευταῖο καιρό ἡ τεχνική τοῦ διαλογισμοῦ τυγχάνει εὐρείας διάδοσης σέ παγκόσμιο ἐπίπεδο, μέ ἀποτέλεσμα μεγάλη μερίδα ἀνθρώπων νά ἀνταποκρίνεται στήν πρόκλησή του. Ἡ μεγάλη ἀπήχηση πού παρουσιάζει ὀφείλεται σέ δύο κυρίως παράγοντες. Πρῶτος παράγοντας εἶναι τό γεγονός ὅτι ἐμφανίζεται ὡς ἐπιστημονική μέθοδος ἀποκρύπτοντας τό πραγματικό του πρόσωπο, μέ ἀποτέλεσμα νά παρασύρεται πλῆθος ἀνθρώπων, καί δεύτερος ἡ ὑπόγεια προώθησή του ἀπό τή «Νέα Τάξη Πραγμάτων», μέ ἀπώτερο σκοπό τήν ἀποχριστιανοποίηση τῶν ἀνθρώπων καί τήν ὑποταγή τους σέ ἕνα Παγκόσμιο ἔλεγχο.
Ὁ διαλογισμός δέν ἀποτελεῖ φαινόμενο τῶν τελευταίων χρόνων, ἀφοῦ ἔχει τίς ἀπαρχές του στίς ἀνατολικές θρησκεῖες. Συγκεκριμένα, οἱ καταβολές του ἐντοπίζονται στόν χῶρο τοῦ Ἰνδουισμοῦ καί ἀσφαλῶς δέν μπορεῖ νά νοηθεῖ ὡς μέσο χαλάρωσης καί περισυλλογῆς τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως οἱ ἴδιοι ἰσχυρίζονται. Ἀναπτύχθηκε ἀπό ὅλα τά Ἰνδουιστικά συστήματα καί βαθμηδόν πέρασε στή δύση ὡς ἕνας ὑποτιθέμενος τρόπος ἀποφόρτισης ἀπό τά ἐπιζήμια γιά τήν ὑγεία συναισθήματα (στρές, ἄγχος, θλίψη κ.λπ.).
Ὡστόσο, πρόκειται οὐσιαστικά γιά μύηση σέ συγκεκριμένη θρησκεία. Χειροπιαστή ἀπόδειξη τῶν πιό πάνω ἀποτελεῖ τό γεγονός πώς, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐπιδίδεται σέ μεθόδους διαλογισμοῦ, οἱ λέξεις καί οἱ φράσεις πού ξεστομίζει προκειμένου νά αὐτοσυγκεντρωθεῖ, ἐμπεριέχουν τή σημασία τῆς ἐπίκλησης διαφόρων θεϊκῶν ὀνομάτων τῆς ἰνδουιστικῆς θρησκείας. Γιά παράδειγμα, ἡ συλλαβή «Ὤμ» πού χρησιμοποιεῖται ὡς μέσο αὐτοσυγκέντρωσης, ἀποτελεῖ μία ἀπό τίς ἱερές συλλαβές τῶν γκουρού τῆς Ἰνδίας. Γίνεται λοιπόν ἀντιληπτό πώς ἡ σχέση τοῦ διαλογισμοῦ μέ τόν γκουρουισμό-Ἰνδουισμό εἶναι ἄρρηκτα συνυφασμένη. Τόσο οἱ γκουρού, ὅσο καί οἱ δάσκαλοι διαλογισμοῦ θεωροῦν τή χρήση τοῦ μάντρα, τῶν ἱερῶν δηλαδή λέξεων πού ἐκφέρονται κατά τή διάρκεια τοῦ διαλογισμοῦ, τεραστίας σημασίας καθότι ἀποτελεῖ θεμελιῶδες συστατικό στοιχεῖο καί τῶν δύο γιά τήν ἐπιτυχῆ αὐτοσυγκέντρωση.
1Οἱ ἐκφραστές τοῦ διαλογισμοῦ καταρρίπτουν τά πιό πάνω στοιχεῖα καί ἐπιμένουν νά ὑποστηρίζουν πώς ἡ ἀνάμειξή τους μέ θρησκευτικά συστήματα δέν ὑφίσταται. Ὁ διαλογισμός, λένε, ὡς τεχνική χαλάρωσης, δέν περιορίζεται ἀπό κανένα εἶδος θρησκευτικοῦ συστήματος. Μπορεῖ νά πραγματοποιηθεῖ ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους ἀνεξαρτήτως δόγματος καί θρησκείας. Σκοπός τοῦ διαλογισμοῦ, ὅπως ἐντέχνως οἱ ἴδιοι διατείνονται, δέν εἶναι ἡ μύηση τοῦ ἀνθρώπου σέ κάποια θρησκεία ἀλλά ἡ ὑπέρβαση τῶν σκέψεων τοῦ μυαλοῦ του. Μέσω τῆς εἰσδύσεως στό ἐγώ του θά καταφέρει νά ἀποκτήσει τήν πλήρη αὐτοσυνειδησία.
Οἱ μαθητευόμενοι πρέπει ἐπίσης νά λατρεύουν τόν πνευματικό τους καθοδηγητή. Κατά τόν Sri Shinmoy, δάσκαλο γιόγκας, οἱ μαθητευόμενοι ὀφείλουν νά ταυτίζονται μέ τόν πνευματικό τους δάσκαλο, γιατί αὐτός εἶναι «θεός», «ἀλήθεια» καί «ὁδός» καί μόνο μέσω αὐτοῦ, πού βρίσκεται σέ ἐπικοινωνία μέ τόν ἐσωτερικό του κόσμο, θά ἀποκτήσουν ὑπερφυσικές ἱκανότητες.
Θά μπορούσαμε νά ποῦμε πώς ὁ διαλογισμός διέπεται ἀπό τρία στάδια: τή συγκέντρωση τοῦ μυαλοῦ, τή χαλάρωση τοῦ σώματος καί τήν ὑπέρβαση τῶν κακῶν σκέψεων.
Γίνεται λοιπόν σαφές πώς ἡ τεχνική τοῦ διαλογισμοῦ δέν μπορεῖ σέ καμιά περίπτωση νά γίνει ἀποδεκτή ἀπό την Ἐκκλησία μας. Κάθε ἀπόπειρα συσχέτισής της μέ τήν προσευχή ἀποτελεῖ στοχευμένη προσπάθεια ἀποπροσανατολισμοῦ τῶν ἀνθρώπων. Ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας δέν ὑπόσχεται στόν ἄνθρωπο ὑπερφυσικές δυνάμεις οὔτε ἐπιτρέπει τήν αὐτοθεοποίηση. Τό μόνο πράγμα πού ἐγγυᾶται μέ βεβαιότητα εἶναι ἡ σωτηρία του, πού ἐπιτυγχάνεται μέσω τῶν μυστηρίων Της καί τῆς μονολογίστου προσευχῆς, «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλό» καί ὄχι μέ διάφορες διαλογιστικές μεθόδους.

Περιοδικό Παράκληση, τεύχος 108