Αρχιμ. Εφραίμ, Καθηγουμένου της Ι.Μ. Μονής Βατοπαιδίου

 Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Βατοπαιδινός έκανε την αποταγή του στην ηλικία των 16 ετών το καλοκαίρι του 1937 στην Ιερά Μονή Σταυροβουνίου στην Κύπρο. Αφορμή της αποταγής του ήταν το εξής γεγονός. Μ ετά την παρακολούθηση μίας κωμικής ταινίας, αισθάνθηκε ένα μεγάλο υπαρξιακό κενό και μία βαθιά νέκρωση για τα πρόσκαιρα. Στεκόταν μόνος σ' ένα ύψωμα στην πόλη της Πάφου, τη βραδινή εκείνη ώρα, όταν ξαφνικά μέσα σ’ ένα υπερκόσμιο, ιλαρό φως πρόβαλε η παρακλητική, γεμάτη αγάπη και ειρήνη μορφή του Κυρίου.

Εμφανίστηκε σε αυτόν ο ίδιος ο Χριστός και του είπε: «Γι’ αυτό δημιούργησα τον άνθρωπο; Ο άνθρωπος είναι αθάνατος». Μετά από αυτήν την όραση πήρε την απόφαση να αρνηθεί τα εγκόσμια και να γίνει μοναχός. Στη μοναχική κουρά του πήρε το όνομα Σωφρόνιος και έζησε στην Μονή για 10 περίπου χρόνια. Με αφορμή το ημερολογιακό ζήτημα που είχε διχάσει την Μονή σε δύο στρατόπεδα, αλλά ουσιαστικά κατευθυνόμενος από την πρόνοια του Θεού και κατόπιν προτροπής και ευλογίας από τον πνευματικό της Μονής παπα-Κυπριανό κατευθύνεται για το Άγιον Όρος για υψηλότερη πνευματική ζωή.

ger.iosif2 Προσωρινά, στις αρχές του 1947, φιλοξενήθηκε στην ασκητική Καλύβη της Θείας Αναλήψεως κάτω από το Κυριακό της Σκήτης της Αγίας Άννης από τον σεβαστό Γέροντα Νικόδημο και την εξαμελή συνοδεία του. Η συνοδεία εκεί ασχολείτο με την ξυλουργική. Η πρόνοια του Θεού φρόντισε ώστε όταν χρειάστηκε ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής μία ξύλινη πόρτα για το εκκλησάκι του ασκητηρίου, που ήταν αφιερωμένο στον Τίμιο Πρόδρομο, να παραγγείλει την κατασκευή της στη συνοδεία που ο π. Σωφρόνιος έμενε προσωρινά, στην Αγία Άννα.

Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής εκείνη την περίοδο ησύχαζε στη Μικρά Αγία Άννα με τον συνασκητή του πατέρα Αρσένιο και τον π. Αθανάσιο, τον κατά σάρκα αδελφό του, μέσα στα απόκρημνα ερημικά σπήλαια. Ετύγχανε ιδιαιτέρου σεβασμού από τους ευλαβείς Αγιορείτες μοναχούς ως δάσκαλος της νοεράς ησυχίας και προσευχής, ως καθηγητής της μοναχικής πολιτείας. Ο π. Σωφρόνιος τόσο πολύ εντυπωσιάστηκε από τη μορφή και τους λόγους του Γέροντος Ιωσήφ που την άλλη ημέρα ζήτησε από τον Γέροντα να τον πάρει στην συνοδεία του, αλλά ο Γέροντας αρνήθηκε. Η επιμονή του νεαρού τότε Σωφρονίου έπεισε τον Άγιο Γέροντα να του υποσχεθεί ότι πρώτα θα προσευχηθεί και να επιστρέψει την επομένη να του δοθεί η απάντηση, η οποία τελικά ήταν θετική. Αργότερα έγινε γνωστό ποια αποκάλυψη δέχθηκε ο σεβαστός Γέροντας, ώστε να πεισθεί να δεχτεί τον νεαρό Σωφρόνιο ως πρώτο υποτακτικό του. Είδε ένα πουλάκι να πετά και να κάθεται στον ώμο του και καθώς ο Γέροντας το κοιτούσε παραξενεμένος, το πουλάκι αυτό άνοιξε το στόμα του και αντί να κελαηδήσει άρχισε να θεολογεί. Με αυτό τον τρόπο τον πληροφόρησε ο Θεός, ότι ο νεαρός Σωφρόνιος θα ωρίμαζε πνευματικά κάτω από τη δική του καθοδήγηση, θα γινόταν σκεύος της Χάριτος του Θεού και θα λάμβανε το χάρισμα της θεολογίας.

Συμμορφώθηκε άμεσα στον καινούργιο τρόπο ζωής των Γερόντων, που ήταν πράγματι ησυχαστικός. Από το πρωί έως το μεσημέρι εργόχειρο για να έχουν τα προς το ζην, κατά κανόνα δεν επιτρεπόταν η επέκταση της διακονίας πέραν της καθορισμένης μεσημβρινής ώρας, έπειτα Εσπερινός με κομποσχοίνι -μόνος ο καθένας- ή και λίγη ανάγνωση, ακολουθούσε το γεύμα, ή μάλλον το δείπνο, τελείωναν στις εννέα η ώρα κατά την βυζαντινή ώρα (δηλαδή περίπου τρεις ή τέσσερις το απόγευμα), στη συνέχεια έπαιρναν ευλογία από τον Γέροντα και πήγαιναν για έναν σύντομο ύπνο. Μετά την ξεκούραση ετοίμαζαν, αν κάτι χρειαζόταν για την επομένη ημέρα, και στη συνέχεια αγρυπνούσαν προσευχόμενοι ο καθένας στο κελί του ως τα μεσάνυχτα. Αν είχαν Θεία Λειτουργία, γινόταν μετά τα μεσάνυχτα, αν όχι, ήταν ώρα πνευματικής μελέτης. Στο τυπικό αυτό εντασσόταν και η εξαγόρευση των λογισμών. Μας έλεγε σχετικά ο Γέροντάς μας Ιωσήφ: «Έτσι μέναμε κατά μόνας και μετά το μεσονύκτιο ή και πρωτύτερα εγώ πήγαινα στον Γέροντα που η καλύβη του ήταν μακρύτερα από εμάς, και λέγοντάς του τους λογισμούς μου και ό,τι άλλο μου συνέβαινε, μου έλεγε πνευματικά και ό,τι άλλο απαιτούσε για τη διόρθωσή μας και την πνευματική ζωή. Αυτό το τυπικό το κρατήσαμε και οι άλλοι αδελφοί, όταν γίναμε περισσότεροι. Πριν όμως από την ώρα αυτή δεν δεχόταν ο Γέροντας κανέναν, και αυτό, όπως μου έλεγε, το φύλαξε από την αρχή»[1].

Κοντά στον Γέροντα Ιωσήφ έμαθε, ο π. Σωφρόνιος εμπειρικά, ότι μοναχισμός δεν είναι τίποτε άλλο παρά ή από τη ζωή αυτή αίσθηση της βασιλείας των Ουρανών, η βίωση της θείας Χάριτος. Τόνιζε ότι δεν ξεχνούσε ποτέ τις ημέρες αυτές και τον ενθουσιασμό που του δημιουργούσε ο πνευματικός αυτός τρόπος ζωής που γρήγορα ανέβαζε τους βιαστές σε ψηλή πνευματική κατάσταση.

Ο πόθος του π. Σωφρονίου ήταν η πνευματική του κατάρτιση από Γέροντα πεπειραμένο στη ζωή της ησυχίας, ιδιαίτερα τον ενδιέφερε η απόκτηση της νοεράς προσευχής. «Όταν πήγα, από την πρώτη κιόλας ημέρα», διηγείται, «μου ερμήνευσε ο Γέροντας με λεπτομέρεια το νόημα της πνευματικής ζωής. Ιδίως προσπαθούσε να ερμηνεύσει το θέμα της Χάριτος, ότι αυτή είναι ο κυριότερος παράγοντας, που πρέπει να μας απασχολεί, γιατί χωρίς Αυτήν ο άνθρωπος δεν μπορεί να κατορθώσει τίποτε. Σιγά σιγά "έπιανα" το νόημα των λόγων του, επειδή είχα βοήθεια προηγούμενες μελέτες και συμβουλές, πρακτικά όμως αγνοούσα τον τρόπο και το είδος αυτής της ενέργειας». Ένα μεσημέρι γεμάτος από ιλαρότητα και χαρά ο Γέροντας Ιωσήφ του είπε: «Πήγαινε και απόψε θα σου στείλω ένα "δεματάκι" και θα ιδής τι γλυκύς που είναι ο Ιησούς μας». Μετά την ανάπαυση, όπως πάντοτε, άρχισε την αγρυπνία του και ετοιμάστηκε, σύμφωνα με τις συμβουλές του, να προσευχηθεί συγκεντρώνοντας όσο μπορούσε τον νου του. Όσον αφορά το δεματάκι, το είχε ξεχάσει τελείως.

Ο ίδιος γράφει για την εμπειρία του αυτή στο βιβλίο που έγραψε για τον Γέροντά του Ιωσήφ τον Ησυχαστή: «Δεν θυμάμαι πως ξεκίνησα, αλλά ξέρω καλά ότι μόλις άρχισα δεν πρόλαβα να προφέρω πολλές φορές το όνομα του Χριστού μας και γέμισε η καρδία μου αγάπη προς τον Θεό. Ξαφνικά πολλαπλασιάστηκε τόσο πολύ, που δεν προσευχόμουν πλέον, αλλά θαύμαζα με έκπληξη το ξεχείλισμα αυτό της αγάπης. Ήθελα να αγκαλιάσω και να ασπαστώ όλους τους ανθρώπους και όλη την κτίση και συγχρόνως σκεφτόμουν τόσο ταπεινά, που ένιωθα πως είμαι κάτω από όλα τα κτίσματα. Το πλήρωμα όμως και η φλόγα της αγάπης μου ήταν προς τον Χριστό μας, που αισθανόμουν ότι ήταν παρών, αλλά δεν μπορούσα να Τον δω, για να προσπέσω στα άχραντα πόδια Του και να Τον ρωτήσω, πώς πυρπολεί τόσο τις καρδιές και μένει κρυμμένος και άγνωστος; Είχα, τότε, μία λεπτή πληροφορία ότι αυτή είναι η Χάρις του Αγίου Πνεύματος και αυτή είναι η βασιλεία των Ουρανών, που ο Κύριός μας λέει ότι βρίσκεται μέσα μας και έλεγα- «ας μείνω, Κύριέ μου, έτσι και δεν χρειάζομαι άλλο τίποτε». Αυτό κράτησε αρκετή ώρα και σιγά σιγά επανήλθα στην πρώτη μου κατάσταση. Περίμενα με αγωνία, ανυπόμονα, να έλθει η κατάλληλη ώρα να πάω στον Γέροντα να τον ρωτήσω τι ήταν αυτό που συνέβη και πως έγινε. Ήταν 20 Αυγούστου και η σελήνη έλαμπε. Πήγα τρέχοντας και τον βρήκα έξω από το κελί του να περπατάει στο μικρό του προαύλιο. Μόλις με είδε, άρχισε να χαμογελά και πριν του βάλω μετάνοια, μου είπε: «Είδες τι γλυκύς που είναι ο Χριστός μας; Κατάλαβες πρακτικά τι είναι αυτό που επίμονα ρωτούσες; Τώρα βιάζου να κάνεις κτήμα σου αυτή τη Χάρη και να μην σου την κλέψει η αμέλεια»[2].

Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής είχε φθάσει στο επίπεδο να είναι έμπλεος θείας Χάριτος και να μπορεί να την μεταδίδει στους μαθητές του. Ο Γέροντας Εφραίμ ο Κατουνακιώτης ομολογούσε ότι «δεν μπορούσες να χορτάσεις από τη Χάρη που σου έδινε ο Γέροντας»[3]. Κάτι ασυνήθιστο- δυσκατόρθωτο ακόμη και για πολλούς εναρέτους Γέροντες. Κάτι που αποδεικνύει μεγίστη παρρησία ενώπιον του Θεού και φανερώνει τον αυθεντικό, τον αληθινό Γεροντισμό σε όλο το μεγαλείο του. Ο Γέροντας που διαθέτει πνευματικό πλούτο τον παραδίδει στον υποτακτικό και ο υποτακτικός παραλαμβάνει με φόβο Θεού τη θεία αυτή παρακαταθήκη, ώστε να την διαφυλάξει και να την παραδώσει με τη σειρά του στους μεταγενεστέρους. Αυτή είναι η πεμπτουσία της αγιορείτικης παραδόσεως.

Ο Θεός σφράγιζε τους λόγους του Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού προς τον καλό υποτακτικό του. Ο Γέροντάς μας Ιωσήφ μας έλεγε σχετικά: «Σε όσα μας πρόσταζε να κάνουμε πήγαιναν καλά, παρόλο που κατ’ αρχάς φαινόταν ότι θα αποτύχουμε. Σε όσα πάλι δίσταζε και όμως υποχωρούσε, για να μη προκύψει από μέρους μας φιλονικία ή γογγυσμός, συναντούσαμε τόσα εμπόδια, που ήταν αδύνατο να τα τελειώσουμε χωρίς υπερβολικούς κόπους και προβλήματα».

Ο Γέροντας Ιωσήφ φρόντιζε πάντα πνευματικά τους υποτακτικούς του, δεν έχανε την ευκαιρία να μαθαίνει σε αυτούς την φιλοπονία, την αυταπάρνηση, την ταπείνωση, την υπακοή, τη σιωπή, τη νοερά προσευχή και ησυχία. Σε κάποια περίπτωση, έστειλε τον πατέρα Σωφρόνιο φορτωμένο με ένα τσουβάλι σιτάρι από τη Μικρά Αγία Άννα στην Ιερά Μονή Εσφιγμένου να το αλέσει και να το φέρει πίσω φορτωμένος και στον δρόμο να μη μιλήσει, να μη φάει και να μη μείνει πουθενά. Συνολικά θα έκανε τουλάχιστον 16 ώρες πεζοπορία. Οι πατέρες τον εξυπηρέτησαν και μαζί με το αλεύρι του έδωσαν και μία σακούλα ψάρια παστά για να τα δώσει ευλογία στον Γέροντα. Όταν επιστρέφοντας έφτασε στο ασκητήριό τους του λέει ο Γέροντας Ιωσήφ, «έχω ένα γράμμα στη Λαύρα. Κάτσε, φάε και πήγαινε αμέσως να το πάρεις». Ο Γέροντάς μας αγογγύστως έκανε αυτήν τη μαρτυρική υπακοή. Άλλες οκτώ ώρες πεζοπορίας.

Ο ίδιος ο Γέροντάς μας Ιωσήφ μαρτυρεί όμως για τους καρπούς αυτής της υπακοής και φιλοπονίας: «Τη νύχτα πηγαίναμε να κάνουμε την προσευχή μας. Δεν προλαβαίναμε να κάνουμε τον σταυρό μας και να πούμε την εισαγωγή «Δεύτε προσκυνήσωμεν» και αμέσως ο νους αρπαζόταν. Αρπαζόταν ο νους και έτσι δύο ώρες σχεδόν περίπου έφευγε, δεν αισθανόμασταν τον νόμο της βαρύτητας. Και σιγά-σιγά επανερχόταν πάλι η κατάσταση αυτή. Κι αυτός ήταν ο καρπός της μικρής φιλοπονίας, δεν μπορούμε να πούμε ψέματα. Αυτή είναι η πραγματικότης. Δεν περιαυτολογούμε... Πόσο νοσταλγώ τις μέρες αυτές, που υπομείναμε πολλή άθληση υπακοής και αυταπάρνησης και ο Κύριος «τον χειμάρρουν της τρυφής αυτού»[4] είχε στραμμένο στην ταπεινή μας ψυχή! Με πόση νοσταλγία ανέμενα να ακούσω την εντολή του Γέροντος και ορμούσα με όλη μου την προθυμία, χωρίς ποτέ καμιά κρίση, αμφιβολία, σχόλιο, δειλία, η «εάν» ή «μήπως»! Δεν υπερβάλλω, όταν λέγω ότι για πολλές μέρες και μήνες -ήμουν συνεχώς γεμάτος ιδρώτες, χωρίς να αισθάνομαι καμιά ενόχληση ή έγνοια γι’ αυτό, αφού πολλές φορές και ο νόμος της βαρύτητας ήταν ανεπαίσθητος, γιατί όλα τα συμπλήρωνε και τα ανακούφιζε η μαρτυρική χάρη της υπακοής και αυταπάρνησης, αισθανόμασταν αδιάκοπα την οσμή της ανάστασης και της αιωνιότητας».

 

(Εσπερίδα με θέμα τον Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο των ΚΒ’ Παυλείων

που διοργάνωσε η Ιερά Μητρόπολη Βεροίας, την Τετάρτη, 1 Ιουνίου 2016)



[1] Ομιλία σε Σύναξη της Αδελφότητας.
[2] Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ό Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, Βίος Διδασκαλία «Η Δεκάφωνος Σάλπιγξ», Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 112016, σσ. 121-124.
[3] Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο χαρισματούχος υποτακτικός, Γέροντας Εφραίμ ο Κατουνακιώτης, εκδ. Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2002, σ. 88
[4] Ψαλμ. 35,9.