Στις 15 Αυγούστου όλος ο ορθοδοξος κόσμος εορτάζει την κοίμηση της Υπερευλογημένης Δεσποίνης ημών Θεοτόκου.
Ο Πανιερώτατος Μητροπολίτης μας κ. Αθανάσιος, την Κυριακή 14 Αυγούστου, χοροστάτησε της ακολουθίας του Εσπερινού στον ιερό ναό Αγίας Φύλας. Το πρωί της Δευτέρας προεξήρχε της Θείας Λειτουργίας στην ιερά μονή Αγίου Γεωργίου του Αλαμάνου.
Ο Θεοφιλέστατος Επίσκοπος Αμαθούντος κ. Νικόλαος χοροστάτησε του πανηγυρικού Εσπερινού στην κοινότητα της Τριμίκλινης, ενώ ανήμερα της εορτής λειτούργησε στον ιερό ναό Παναγίας στην κοινότητα Πύργου.
Η Σεβασμία Κοίμησις και Μετάστασις της Υπερενδόξου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας
Όταν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός θέλησε να παραλάβει προς Αυτόν τη Μητέρα του, απέστειλε έναν άγγελο, τρεις ημέρες πριν, για να της αναγγείλει την είδηση. Πλησιάζοντας ο Άγγελος είπε στην Κεχαριτωμένη: «Τάδε λέγει ο Υιός σου: "Καιρός είναι να παραλάβω τη Μητέρα μου κοντά μου". Μην ταραχθείς λοιπόν, αλλά να δεχθείς το μήνυμα με χαρά, επειδή μεταβαίνεις εις ζωήν αθάνατον». Ακούγοντας με μεγάλη χαρά την είδηση, η Θεοτόκος, γεμάτη φλογερή επιθυμία να υψωθεί προς τον Υιόν της, μετέβη στο Όρος των Ελαιών για να προσευχηθεί στην ησυχία, όπως το συνήθιζε. Έγινε τότε θαύμα παράδοξο: τη στιγμή που η Παναγία έφθανε στην κορυφή του λόφου, τα δένδρα που φύτρωναν εκεί έκλιναν τα κλαδιά τους προσκυνώντας και αποδίδοντας σέβας και τιμή στην Κυρία του Κόσμου, σαν δούλοι που διέθεταν λογικό.
Αφού προσευχήθηκε, η Παναγία επέστρεψε στο σπίτι της, στο όρος Σιών, που σείστηκε ολόκληρο καθώς έμπαινε. Ευχαριστώντας τον Θεό άναψε φώτα και κάλεσε τις συγγενείς και τις γειτόνισσες. Συγύρισε μόνη της, ευτρέπισε το νεκρικό κρεβάτι της και έδωσε εντολή να ετοιμαστούν όλα τα αναγκαία για τον ενταφιασμό της. Στις γυναίκες που ήλθαν μετά το κάλεσμά της αποκάλυψε την είδηση της εκδημίας της στον Ουρανό και για του λόγου το ασφαλές έδωσε σ’ αυτές ένα κλαδί φοινικιάς, σύμβολο νίκης και αφθαρσίας, που της είχε παραδώσει ο Άγγελος. Δέσμιες ακόμη στους δεσμούς του κόσμου τούτου, οι οικείες της δέχθηκαν το νέο με κλάματα και θρήνους, ικετεύοντας τη Θεοτόκο να μην τις αφήσει ορφανές. Εκείνη τις καθησύχασε λέγοντας πως θα απερχόταν βέβαια στον Ουρανό, αλλά θα συνέχιζε ωστόσο να τις προστατεύει, όχι μόνον αυτές, αλλά και όλο τον κόσμο με την προσευχή της. Ακούγοντας τα λόγια αυτά οι γυναίκες σταμάτησαν να κλαίνε και έσπευσαν να προχωρήσουν στις προετοιμασίες. Η Παναγία άφησε επίσης παραγγελία να δώσουν τα δύο φορέματα που είχε σε δύο φτωχές χήρες, που ήταν οι συνηθισμένες συντρόφισσες και φίλες της.
Την ώρα που έλεγε αυτά, μία βοή σαν βροντή έσεισε πάλι το σπίτι, που γέμισε με σύννεφα τα οποία έφεραν τους Αποστόλους από τα πέρατα του κόσμου. Έτσι στα πρόσωπά τους συνάχθηκε μυστικά όλη η Εκκλησία για να κηδεύσει την Κυρία της. Στον χορό των Αποστόλων προστέθηκε εκείνος των αγίων Ιεραρχών, όπως ο άγιος Ιερόθεος, ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης και ο άγιος Τιμόθεος. Με μάτια γεμάτα δάκρυα είπαν στη Θεοτόκο: «Αν παρέμενες στον κόσμο και ζούσες ανάμεσά μας, αυτό θα ήταν βέβαια μια μεγάλη παρηγοριά, Δέσποινα. Επειδή δε τώρα με το θέλημα του Υιού και Θεού σου μεταβαίνεις στα Ουράνια, θρηνούμε όπως βλέπεις και κλαίμε. Ωστόσο, από την άλλη χαιρόμαστε για τα οικονομημένα για σένα πράγματα». Εκείνη τους αποκρίθηκε: «Ω φίλοι και μαθηταί του Υιού μου, μην κάνετε πένθος και λύπη τη δική μου χαρά, αλλά ενταφιάσετε το σώμα μου και διατηρήστε το στη στάση που θα πάρω πάνω στο νεκρικό κρεβάτι μου».
Με τα λόγια αυτά έφθασε με τη σειρά του και το Σκεύος της εκλογής, ο άγιος Παύλος. Έπεσε στα πόδια της Παναγίας για να την τιμήσει και της απηύθυνε το εξής εγκώμιο: «Χαίρε, μητέρα της ζωής και αντικείμενο του κηρύγματός μου. Διότι παρόλο που δεν είδα σωματικά τον Χριστό, βλέποντας εσένα πιστεύω ότι θεωρώ Εκείνον».
Αφού αποχαιρέτησε για τελευταία φορά όλους τους παρόντες, η Πανάμωμος ξάπλωσε μόνη της στο νεκρικό κρεβάτι, τοποθετώντας το σώμα της όπως εκείνη αγαπούσε και ανέπεμψε φλογερές προσευχές στον Υιόν της για τη διατήρηση και ειρήνη όλου του κόσμου. Έπειτα, αφού ευλόγησε τους Αποστόλους και τους Ιεράρχες, με πρόσωπο χαμογελαστό παρέδωσε ειρηνικά την πάναγνη και ολόφωτη ψυχή της στα χέρια του Υιού και Θεού της που εμφανίσθηκε συνοδευόμενος από τον Αρχάγγελο Μιχαήλ και χορό αγγέλων. Η τελευτή της έγινε δίχως πόνο ή αγωνία, όπως ακριβώς ανώδυνος ήταν και ο τόκος της.
Ο Πέτρος, ο Κορυφαίος των Αποστόλων, έψαλλε τότε τον επιτάφιο ύμνο και οι σύντροφοί του σήκωσαν το φέρετρο, ενώ προπορεύονταν άλλοι παρευρισκόμενοι, φέροντας λαμπάδες, ψάλλοντας και έχοντας επικεφαλής τον Ιωάννη τον Θεολόγο, που κρατούσε στο χέρι ένα κλαδί φοινικιάς. Και τότε άκουγε κανείς αγγέλους να ψάλλουν, ενώνοντας τις φωνές τους με εκείνες του λαού που ακολουθούσε, έτσι που ουρανός και γη γέμιζαν από τον θρήνο αυτόν προς τιμήν της Δέσποινας του κόσμου. Ο αέρας εξαγνίσθηκε από την ανάληψη της ψυχής της και η γη έμελλε σύντομα να αγιασθεί με την κατάθεση του σώματός της, ενώ πολλοί άρρωστοι θεραπεύθηκαν τότε. Μην υποφέροντας το θέαμα τούτο, οι αρχηγοί των Εβραίων παρακίνησαν ανθρώπους του λαού να ανατρέψουν το νεκροκρέβατο πάνω στο οποίο αναπαυόταν το ζωαρχικό σώμα. Η θεία δικαιοσύνη όμως πρόλαβε τα σκοτεινά τους σχέδια και οι δράστες έχασαν όλοι το φως τους. Ένας δε από αυτούς, ο ιερέας Ιεφονίας, θρασύτερος από τους άλλους, κατάφερε να αδράξει την ιερά κλίνη, αλλά τα δύο χέρια του αποκόπηκαν από το ξίφος της θείας οργής, και τα κομμένα μέλη του έμειναν γραπωμένα πάνω στο φέρετρο, θέμα αξιοδάκρυτο και ελεεινό. Η τιμωρία αυτή στάθηκε αφορμή μετάνοιας για τον Ιεφονία, ο οποίος ασπάσθηκε ολόψυχα την Πίστη. Με τον λόγο του Πέτρου βρέθηκε θεραπευμένος, γινόμενος όργανο σωτηρίας και ιατρείας για τους συντρόφους του. Πράγματι δίνοντάς του ένα κλαδάκι από τη φοινικιά της Θεοτόκου, εκείνος το απέθεσε πάνω στα μάτια των συντρόφων του, θεραπεύοντάς τους τόσο από την σωματική όσο και από την πνευματική τύφλωση.
Φθάνοντας στον Κήπο της Γεθσημανή, οι Απόστολοι ενταφίασαν το πανάγιο σώμα της Θεοτόκου και παρέμειναν επί τόπου για τρεις ημέρες, ενώ τις προσευχές τους συνόδευαν αγγελικοί ύμνοι. Κατ’ οικονομία της θείας Πρόνοιας, ένας από τους Αποστόλους (ο Θωμάς σύμφωνα με ορισμένους) δεν βρισκόταν στην κηδεία. Έφθασε στη Γεθσημανή την τρίτη ημέρα και ήταν απαρηγόρητος που δεν μπόρεσε να δει για τελευταία φορά το θεωμένο σώμα της Παναγίας. Έτσι συμφώνησαν όλοι οι άλλοι Απόστολοι να ανοίξουν τον τάφο για να μπορέσει να προσκυνήσει και αυτός το σώμα της. Μόλις σήκωσαν τον λίθο που έκλεινε την είσοδο, εξέστησαν όλοι διαπιστώνοντας ότι το σώμα είχε γίνει άφαντο και μόνο το σινδόνι όπου ήταν τυλιγμένο παρέμενε εκεί, κρατώντας ωστόσο το σχήμα του σκηνώματος. Ήταν μία αδιάψευστη απόδειξη της μεταστάσεως στον Ουρανό της Θεοτόκου, ήτοι της αναστάσεως και αναλήψεως του σώματός της που ενώθηκε ξανά με την ψυχή της υπεράνω των ουρανών, σε στενή οικειότητα με τον Υιό της, για να εκπροσωπεί το ανθρώπινο γένος και να πρεσβεύει υπέρ ημών παρά τω Θεώ.
Η Μαρία, κόρη του Αδάμ, που έγινε όμως αληθινή Μήτηρ Θεού και Μήτηρ της Ζωής τίκτοντας Εκείνον που είναι η όντως Ζωή (Ἰω. 14, 6), πέρασε λοιπόν από τον θάνατο. Αλλά ο θάνατός της δεν είναι επ’ ουδενί ατιμωτικός, διότι νικημένη από τον Χριστό που υποβλήθηκε οικειοθελώς σε αυτήν για τη Σωτηρία μας, η καταδίκη του Αδάμ έγινε «ζωοποιός θάνατος» και αρχή καινής ύπαρξης. Και ο τάφος της Γεθσημανή, όπως και ο πανάγιος Τάφος, φανερώθηκε ως ένας «νυμφώνας», όπου ετελέσθηκαν οι γάμοι της αφθαρσίας.
Έπρεπε πράγματι, σύμμορφη σε όλα με τον Σωτήρα Χριστό, η παναγία Παρθένος να περάσει από όλους τους δρόμους που ακολούθησε ο Χριστός για να αγιάσει τη φύση μας. Αφού τον ακολούθησε στο Πάθος Του και «είδε» την Ανάστασή Του, γνώρισε την εμπειρία του θανάτου. Μόλις αποχωρίσθηκε από το σώμα της όμως, η πάναγνη ψυχή της βρέθηκε ενωμένη με το θείο Φως και το σώμα της, αφού έμεινε για λίγο στη γη, αναστήθηκε σύντομα από τη χάρη του αναστημένου Χριστού. Αυτό το θεωμένο σώμα έγινε δεκτό στον Ουρανό ως σκηνή του Θεανθρώπου, ως θρόνος του Θεού. Είναι το πιο εκλεκτό μέρος του Σώματος του Χριστού και συχνά εξομοιώθηκε από τους άγιους Πατέρες με την Εκκλησία την ίδια, το κατοικητήριο του Θεού ανάμεσά μας, απαρχή της μέλλουσας κατάστασής μας και πηγή της θεώσεώς μας. Από τα πάναγνα σπλάγχνα της Θεοτόκου, μας ανοίχθηκε η Βασιλεία των Ουρανών, γι’ αυτό και η μετάστασή της στον Ουρανό είναι αιτία χαράς για όλους τους πιστούς, που έλαβαν έτσι την εγγύηση ότι στο πρόσωπό της όλη η ανθρώπινη φύση, που έγινε φορέας του Χριστού, κλήθηκε να κατοικήσει εν τω Θεώ.
Πηγή: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, εκδ. Ίνδικτος
http://www.imlemesou.org/index.php/news/2998-o-mitropolitis-lemesoy-gia-tin-eorti-tis-koimiseos-leitoyrgise-stin-i-moni-ag-georgiou-tou-alamanou#sigProIdcce468527c