τοῦ Ἀρχιμ. Χρυσοστόμου Κωνσταντίνου

12.20 Ag. IgnatiosὉ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος ἤ Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας ἀποτελεῖ μία ἀπό τίς σημαντικότερες ἐκκλησιαστικές προσωπικότητες, πού ἔδρασε στά τέλη τοῦ πρώτου, μέ ἀρχές τοῦ δευτέρου αἰώνα. Τά στοιχεῖα πού γνωρίζουμε γιά τόν βίο του εἶναι μόνο ὅσα διασώζονται μέσα ἀπό τίς ἐπιστολές τοῦ ἰδίου, τίς ὁποῖες συνέγραψε, ὅταν ὁδηγεῖτο πρός τή Ρώμη λίγο πρίν τόν θάνατό του. Ποῦ καί πότε γεννήθηκε δέν εἶναι γνωστό. Τό περιβάλλον πού μορφώθηκε πρέπει νά ἦταν ἑλληνικό, ὅπως μαρτυροῦν οἱ ἐπιστολές του, ἄν καί ὑπάρχει ἡ ἄποψη πώς ἴσως εἶχε λατινογενῆ προέλευση, καθώς τό ὄνομα Ἰγνάτιος προέρχεται ἀπό τή λατινική λέξη Ignis πού ἀποδίδεται στά ἑλληνικά ὡς πῦρ (φωτιά).
Ὁ Ἰγνάτιος ὀνομάστηκε θεοφόρος. Ὁ λόγος τῆς ὀνομασίας αὐτῆς παραμένει μέχρι σήμερα ἀνεξακρίβωτος. Ἡ παράδοση διέσωσε δυό πιθανές ἐκδοχές γιά τό ὄνομα αὐτό. Κατά τήν πρώτη, μετά τόν θάνατό του βρέθηκε στό στῆθος του γραμμένο τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, κατά τή δεύτερη, πώς ἦταν τό παιδί πού ἀγκάλιασε ὁ Ἰησοῦς παρουσιάζοντάς το ἐνώπιον τῶν μαθητῶν ὡς παράδειγμα ἀθωότητος. Μέ βάση τή δεύτερη αἰτιολογία μάλιστα ἔγινε προσπάθεια νά ὁριοθετηθεῖ ἡ περίοδος πού γεννήθηκε. Τό πιθανότερο αἴτιο αὐτῆς τῆς ὀνομασίας εἶναι ὁ ἐκκλησιαστικός βίος πού διήγαγε, καθώς ὁ ἴδιος μέσω τῶν ἐπιστολῶν του ἀναφέρει ὡς θεοφόρους, ἁγιοφόρους, χριστοφόρους ὅλους τούς χριστιανούς.
Κατά τή διάρκεια τῆς ζωῆς του ὁ Ἅγιος εἶχε συναναστραφεῖ μέ τούς Ἀποστόλους, ὅπως ἐπιβεβαιώνει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ἀπό τούς ὁποίους μάλιστα χειροτονήθηκε σέ πρεσβύτερο, ἐνῶ ὁ Εὐσέβιος ἀναφέρει ὅτι ἦταν ἀκροατής τοῦ Εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη. Σύμφωνα μέ τόν Ὠριγένη ἐπίσης ὑπῆρξε ὁ δεύτερος ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας, μετά τόν Ἀπόστολο Πέτρο. Τό κύρος καί ἡ φήμη του φαίνεται πώς ἐπεκτεινόταν πέρα ἀπό τά ὅρια τῆς ἐπισκοπῆς του καί ὁ σεβασμός πού ἐπιδεικνυόταν πρός τό πρόσωπό του εἶναι κάτι πού μᾶς ἐπιτρέπει νά τόν χαρακτηρίσουμε ὡς ἐπίσκοπο οἰκουμενικοῦ κύρους. Εἶχε ἐπίγνωση τῆς ἀποστολῆς του. Ὅταν λειτουργοῦσε, λέει ὁ βίος του, ἔβλεπε ὀπτασίες, νὰ γεμίζει ἀγγέλους τὸ ἅγιο βῆμα. Ὅπως ὁ ἅγιος Σπυρίδων, ποὺ «ἀγγέλους ἔσχε συλλειτουργούντας», ἔτσι καὶ αὐτός.
Τήν ἐποχή ἐκείνη βρέθηκε ὁ Τραϊανός στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἑτοίμαζε πόλεμο ἐναντίον τῶν Περσῶν. Οἱ ἱερεῖς τοῦ Δαφναίου Ἀπόλλωνος τόν πλησίασαν καί διέβαλαν τόν Ἰγνάτιο, ὡς δῆθεν ἐπικίνδυνο γιά τή ρωμαϊκή ἐξουσία. Τόν κατηγόρησαν ὅτι ἀρνεῖται νά λατρεύσει τούς «θεούς» τῆς πόλεως καί τοῦ κράτους, ὅτι λατρεύει κάποιον ἀσήμαντο ἐσταυρωμένο γιά Θεό καί ὅτι δέν συμμετέχει στίς παγανιστικές ἑορτές, ἀλλά κηρύσσει τήν ἐγκράτεια.
Ὁ αὐτοκράτορας διέταξε νά τόν φέρουν μπροστά του, νά ἀκούσει ἀπό τόν ἴδιο ποιός εἶναι αὐτός ὁ ἐπίσκοπος πού καταφρονεῖ τίς διαταγές του καί ἀψηφᾶ τίς φοβέρες του. Ὁ Ἰγνάτιος στάθηκε μέ πρωτοφανές θάρρος μπροστά του καί ἀπολογήθηκε μέ παρρησία γιά τήν πίστη του. Ὁμολόγησε ὅτι ὁ ἀληθινός Θεός εἶναι ὁ Τριαδικός Θεός, πού μᾶς ἀποκάλυψε ὁ σαρκωμένος Υἱός Του, Ἰησοῦς Χριστός. Πώς οἱ διάφοροι «θεοί» τῆς εἰδωλολατρίας εἶναι ψεύτικοι, ἀνύπαρκτοι ὡς «θεοί», δαιμόνια, τά ὁποῖα θέλουν νά σφετεριστοῦν τόν ἀληθινό Θεό. Ἀρνήθηκε μέ βδελυγμία νά θυσιάσει στά εἴδωλα.
Ἡ ἄρνησή του αὐτή ἀποτέλεσε τήν ἀρχή τοῦ μαρτυρικοῦ τέλους του. Τόν ἔδεσαν μέ ἁλυσίδες καί τόν ἔστειλαν στή Ρώμη νά δικαστεῖ ἀπό τό αὐτοκρατορικό δικαστήριο, ὅπου συνήθως ἐπέβαλλε τόν φρικτό θάνατο διά τῆς κατασπαράξεως ἀγρίων θηρίων σέ δημόσια θέα, ὅσων Χριστιανῶν δέν θυσίαζαν στά εἴδωλα. Μεγάλος σέ ἡλικία ὁ Ἰγνάτιος, σύρθηκε ἀπό ἄγριους καί ἀπάνθρωπους στρατιῶτες ὁδικῶς πρός τή Ρώμη.
Παρ’ ὅλες τίς ταλαιπωρίες, τά βασανιστήρια, τίς στερήσεις καί τά γηρατειά του, βάδιζε μέ χαρά τόν δρόμο τοῦ μαρτυρίου του. Στόν δρόμο ἔμαθε ὅτι οἱ Χριστιανοί τῆς Ρώμης σχεδίαζαν τή σωτηρία του, ἀλλά ἐκεῖνος τούς διαμήνυσε ὅτι ἐπιθυμεῖ τό μαρτύριο, νά γίνει τό σῶμα του «ψωμί τοῦ Χριστοῦ, ἀλεσμένο ἀπό τά δόντια τῶν θηρίων»! Τούς παρακαλοῦσε νά μήν τοῦ στερήσουν αὐτή τή χαρά καί τιμή! Πρόκειται γιά τήν περίφημη ἐπιστολή του «πρός Ρωμαίους».
Ὅταν ἦρθε ἡ μέρα τοῦ μαρτυρίου,γέμισε τὸ ἀμφιθέατρο από κόσμο. Ὁ Ἰγνάτιος στάθηκε ἐκεῖ μέσα ἀτάραχος ἀκόμα καί ὅταν ἀντίκρισε τά λιοντάρια πού ἤξερε ὅτι ἐπρόκειτο νά τόν κατασπαράξουν. Τά φοβερά θηρία ξέσχισαν τίς σάρκες τοῦ μάρτυρα ἐπισκόπου. Ὅμως, μέ θαυμαστό τρόπο, τὰ λιοντάρια ἄφησαν ἄθικτη τὴν καρδιὰ τοῦ Ἁγίου! Σεβάστηκαν τὴν καρδιά, ποὺ ἦταν γεμάτη ἀγάπη καὶ ἔρωτα γιὰ τὸν Χριστό. Λέει ἡ παράδοση ὅτι σχίσανε τὴν καρδιά, καὶ μέσα βρῆκαν γραμμένη μὲ χρυσά γράμματα τὴ φράση «Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ἔρως τῆς ψυχῆς μου». Ἀπὸ αὐτὸ ὀνομάστηκε Θεοφόρος, ὅπως ἤδη προαναφέρθηκε• διότι ἔφερε μέσα του τὸν Χριστό, τὸν μόνο ἀληθινὸ Θεό. Πῆγαν κατόπιν τὴ νύχτα οἱ Χριστιανοὶ μὲ κίνδυνο, σκούπισαν μὲ βαμβάκια τὰ αἵματα τοῦ μάρτυρα, πῆραν τὰ λείψανά του καὶ τὰ μετέφεραν από τή Ρώμη στὴν Ἀντιόχεια, ἀλλά ἐπανῆλθαν καί πάλι μετά ἀπό χρόνια στή Ρώμη.
Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος θεωρεῖται ὡς ὁ πρῶτος μεγάλος θεολόγος μετά τούς Ἀποστόλους. Ἡ θεολογία του ἀποτελεῖ συνέχεια τῆς ἀποστολικῆς διδαχῆς καί συνίσταται σέ τρεῖς βασικούς πυλῶνες, οἱ ὁποῖοι ἀντιμετωπίζουν τά προβλήματα τῶν ἐκκλησιῶν τῆς ἐποχῆς. Τη θεολογία τοῦ Ἐπισκόπου, τῆς ἑνότητας τῆς ἐκκλησίας και τῆς Εὐχαριστίας. Ἡ ἐπιστολογραφία του ἀποτελεῖ σπουδαῖο ἱστορικό εὕρημα για τόν χριστιανισμό, καθώς μᾶς διασώζει τόν ἱστορικό τρόπο μετάβασης τῆς ἀδιάκοπης ἀποστολικῆς διαδοχῆς ἀπό τούς Ἀποστόλους στούς ἐπισκόπους, ἐνῶ διασώζουν καί σημαντικά ἱστορικά στοιχεῖα τῶν πρώτων χριστιανικῶν κοινοτήτων.
Ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου, τιμᾶται στίς 20 Δεκεμβρίου, ἡμέρα κατά τήν ὁποία μαρτύρησε καί στίς 29 Ἰανουαρίου, πού ἔγινε ἡ ἀνακομιδή τῶν λειψάνων του.

(Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “Παράκληση. Περιοδική
Ἔκδοση Ἱερᾶς Μητροπόλεως Λεμεσοῦ”, τεῦχος 96)